Αχιλ. Σ. Ξανθουλέας
Dott. Πολιτικός Μηχανικός - MSc. Yδραυλικός-Υδρολόγος Μηχανικός
Ίλαρχος ε.α – τ. Τομεάρχης ΔΕΗ
Νομίζω ότι συχνά με ευκολία κραυγάζομε εθνικές κορώνες ιστορικής υπερηφάνειας, χωρίς να έχομε ένα επαρκές ιστορικό γνώθι σ’αυτόν, απαραίτητο υπαρξιακό υπόβαθρο τών σημερινών Ελλήνων και κυρίως του Ελληνικού Έθνους. Να υμνούμε τα καλά, αλλά να γνωρίζομε και τα άσχημα, με διάθεση αυτοκριτικής, συναίσθημα θλίψης όπου απαιτείται, και πρόθεση βελτίωσης. Το «καλάμι» είναι επικίνδυνο. Μαθαίνομε την ιστορία εμποτισμένη στο σοβινισμό και λογοκριμένη από τα αρνητικά. Μαθαίνομε ιστορία με παρωπίδες. Είναι λάθος. «Εθνικό είναι το αληθινό».
Με την πτώση τής Κωνσταντινούπολης και την κατά συνέπεια ολοκληρωτική διάλυση τού ήδη απελπιστικά συρρικνωμένου και εγκαταλειμμένου από τη Δύση Βυζαντίου, η Ελλάδα πέρασε από τη σχετικά ανώδυνη Βυζαντινή κυριαρχία, στην έντονα επώδυνη Οθωμανική. Κάποια τμήματα όπως η Κρήτη, η Ρόδος, η Κύπρος, οι Κυκλάδες και τα Επτάνησα έμειναν υπό Φράγκικη ή Ενετική κυριαρχία, άλλα όπως ο Μιστράς βρέθηκαν υπό Ελληνική διοίκηση. Με το χρόνο όμως τα περισσότερα κατακτήθηκαν από τους Τούρκους.
Είχε ήδη πάψει η Ελλάδα να είναι ανεξάρτητο κράτος από το 146 π.Χ. όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος νίκησε στη Λευκόπετρα τού Ισθμού της Κορίνθου την Αχαϊκή Συμπολιτεία υπό το στρατηγό Δίαιο, και η Ελλάδα έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Είχαν προηγηθεί οι συνήθεις έριδες και διαμάχες μεταξύ των Ελληνικών πόλεων και κυρίως της Σπάρτης (Δωριέων) και των Αχαιών. Πολλοί Έλληνες, από παντού, ήταν φιλορρωμαίοι. Οι Αθηναίοι - έντονα φιλορωμαίοι - μάλλον δεν έδειξαν πολύ ενδιαφέρον για τα Ελληνικά πράγματα. Δεν υπήρχε ικανός ηγέτης (όπως π.χ. ο Αλέξανδρος) για έναν ενωμένο Ελληνικό στρατό.
Με την πτώση του Βυζαντίου πολλά αξιόλογα και μορφωμένα άτομα έφυγαν στη Δύση. Από αυτά που έμειναν τα περισσότερα αφομοιώθηκαν-και εν πολλοίς αξιοποιήθηκαν-από την πολιτική δομή τής νέας δύναμης, τής Οθωμανικής. Έντονη η έλλειψη ικανών ηγετών, πολιτικών και στρατιωτικών.
Ο Χριστιανισμός σπαραζόταν από τις διαμάχες τής ορθοδοξίας και του καθολικισμού, προς τέρψη τών Οθωμανών (κρειττότερον φακιόλιον τουρκικόν ή καλύπτρα λατινική, έλεγε ο δεύτερος μετά το Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λουκάς Νοταράς). Ο Γεννάδιος Σχολάριος χρίσθηκε Πατριάρχης από τον Μωάμεθ τον πορθητή.
Η οικονομική ελίτ εμπόρων που αναπτύχθηκε αρκετά πριν από την επανάσταση του ’21, από την οποία θα μπορούσε να αναδειχθεί μία ηγετική φυσιογνωμία, δεν φαινόταν διατεθειμένη να διακυβεύσει τα κεκτημένα της. Μόνον όταν οι Οθωμανοί έσφιξαν την τάξη αυτή με ασφυκτικές υποχρεώσεις, άρχισε να ωριμάζει η σκέψη απεξάρτησης και απελευθέρωσης. Οι συνέπειες όμως ενός πολέμου και οι μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις συνιστούσαν ανασταλτικό παράγοντα.
Αναπτύχθηκαν διάφορες ένοπλες ομάδες: Οι «κλέφτες» - κυρίως απόκληροι και καταδιωγμένοι - ξεκίνησαν σαν ληστές και πειρατές για να ζήσουν. Ήταν γενναίοι και σκληροτράχηλοι. Ενέπνεαν δέος. Επίσης οι «αρματολοί», που είχαν την έγκριση των Οθωμανών να οπλοφορούν και να δρούν σαν αντίπαλο δέος των κλεφτών ή για να εισπράττουν φόρους. Με το χρόνο επικράτησε στους αρματολούς ο νεποτισμός και δημιουργήθηκαν «δυναστείες», σόγια και τζάκια. Ατόνησε και η προθυμία τους στο κυνήγι των κλεφτών. Εξέχοντα ονόματα και από τους κλέφτες και από τους αρματολούς καλούνταν συχνά από Οθωμανούς, αλλά και από πλούσιους χριστιανούς, ως σωματοφύλακες. Δημιουργήθηκαν έτσι οι «κάποι».
Στην πρό του 1821 Ελλάδα δεν υπήρχε ένοπλη δύναμη μάχης, στρατιωτικά οργανωμένη, με εξαίρεση τη Μάνη. Από τις πιο πάνω τρείς τάξεις, κυρίως, ξεπετάχθηκαν οι ηγέτες του ’21. Δεν μπορούσαν όμως μόνοι να αντέξουν τα έξοδα του αγώνα και έπρεπε να δέχονται χρηματοδότηση από εύπορους εμπόρους και γαιοκτήμονες. Ήταν αναμενόμενη η έκρηξη τού αλληλοσπαραγμού, αντί της κοινής αντιμετώπισης τού κοινού για όλους εχθρού. Μετά τα Περσικά, Ελληνικές πόλεις, κατά καιρούς, συμμαχούσαν με τους Πέρσες εναντίον άλλων Ελληνικών πόλεων. Στον αγώνα του ΄21 ο Ελληνισμός δεν έφθασε εκεί (μεμονωμένα μόνο άτομα), αλλά η διχόνοια, έμμεσα, οδήγησε σχεδόν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλ. στην αντιπαλότητα μεταξύ των Ελλήνων. Τα δύο κόμματα, το ένα πολιτικής υπόστασης, το «αρχοντικό», δηλ. εύποροι, αλλά και γραμματισμένοι, συνήθως της διασποράς, και το άλλο στρατιωτικής δομής, το «καπετανίστικο», δηλ. οι οπλαρχηγοί, ξέχασαν ότι ο εχθρός είναι απέναντι και για τα δύο, και συχνά πολεμούσαν μεταξύ τους. Η Εθνοσυνέλευση του 1823 στο Άστρος Κυνουρίας, κάτι θλιβερό μας λέει. Συχνά-πυκνά η διαπλοκή και τα συμφέροντα αμαύρωσαν συνειδήσεις, και το κυριότερο αμαύρωσαν και πυρπόλησαν τον αγώνα.
Δυστυχώς ο αγώνας του ’21 δεν θα καρποφορούσε, ούτε ακόμη και αυτή η ναυμαχία του Ναυαρίνου, αν δε είχε η Ρωσία τα δικά της συμφέροντα ενάντια στην Τουρκία. Συγκεκριμένα ο στρατηγός Ντίμπιτς με το Ρωσικό στρατό διάβηκε τον Αίμο και προέλασε στην πεδιάδα της Μαρίτσας, νικώντας τους Τούρκους (Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1828-29) και υποχρεώνοντάς τους να υπογράψουν τη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως (1829), με την οποία η Ελλάδα αποκτούσε αυτονομία, όπως είχαν ζητήσει οι Τρεις Δυνάμεις (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία) πριν από το Ναυαρίνο.
Έχομε πολλές αρετές, αλλά και πολλά ελαττώματα για τα οποία συχνά στρουθοκαμηλίζομε. Το χιλιοπαινεμένο φιλότιμό μας εύκολα μετατρέπεται σε άκριτη ευθιξία και αλαζονεία, που βλάπτουν το ομαδικό καλό. Ο πόθος για πρωτιά γεννά το φθόνο - ατομικό και τοπικιστικό - με υπηρέτη τον εμπαθή ψόγο. Η ξακουστή φιλοξενία εύκολα μεταλλάσσεται σε ενοχλητική οικειότητα που νομίζει ότι δίνει πολλά και κατά συνέπεια απαιτεί πολλά, με επακόλουθο τη ρήξη. Κυρίως όμως η οικειότητα αμαυρώνει την έννοια του σεβασμού και φθείρει θεσμούς και αξίες. Ο θαυμασμός και η απόδοση επαίνων στους άξιους ενίοτε μετατρέπεται - και όχι πάντα χωρίς υστεροβουλία - σε θεοποιήσεις.
Το εγώ μας είναι υπερτροφικό, ατομικό και εθνικό. Πιστεύομε ότι είμαστε ο περιούσιος λαός. Πιστεύομε ότι όλοι μάς φθονούν, μάς ζηλεύουν, μάς μισούν. Μήπως μισούν και τους αρχαίους Έλληνες; Οι άνθρωποι δεν μισούν τους νεκρούς, έστω και αντίπαλους, αντιθέτως, είναι πρόθυμοι να τους αποδώσουν τιμές. Από τον «Επιτάφιο» έχομε την υπέροχη φράση: «φθόνος γαρ τοις ζώσι προς το αντίπαλον, το δε μη εμποδών ανανταγωνίστω ευνοία τετίμηται». Ή μήπως μας διαχωρίζουν; Γιατί να μας μισούν εμάς τους σήμερα ζωντανούς οι ξένοι; Για τον Πολιτισμό που παράγομε; Για την ωριμότητα και την υψηλή μας παιδεία; Για την τεχνολογική μας εξέλιξη; Για τα θαυμαστά μας δημόσια έργα, ιδίως εκείνα που είναι προϊόν ελληνικών χεριών (μελέτη-κατασκευή); Για τη δικαιοσύνη μας; Για τους πολιτικούς μας; Για την πνευματική μας έξαρση; Για την κοινωνική και οικογενειακή αγωγή μας; Για το σεβασμό και τη γνώση μας προς την ιστορία μας, στο περιβάλλον μας, στη γλώσσα μας; Για την οργάνωση και την λειτουργικότητα της δημόσιας διοίκησης; Για το οδικό και σιδηροδρομικό μας δίκτυο; Για την γρανιτένια ηθική μας και την αταλάντευτη επαγγελματική μας συνείδηση; Για τα ιδανικά ζωής που αφορούν στον πλουτισμό και στη στιγμιαία ηδονή; Για την ευγένεια ψυχής, την πολιτισμένη συμπεριφορά που μας διακρίνουν; Για την «μαγκιά» μας; Για τον τούρκικης ονομασίας «εθνικό» χορό μας, που μετά μανίας επιδιδόμαστε με περίσσιους ακκισμούς;
Προφανώς και δεν γίνεται αναφορά στο σύνολο, αλλά, πιστεύω, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, που δεν συνιστά μειοψηφία. Πρώτοι στην Ευρώπη στα τροχαία. Άγνοια κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Κακή οδήγηση. Τελευταίοι στις ήπιες μορφές ενέργειας. Υπέρογκο εθνικό χρέος. Κτηματολόγιο. Ολυμπιακή αεροπορία. Συστηματική παραβίαση νομοθεσίας περιβάλλοντος. Λακκούβες στους δρόμους και «ζαμανφουτισμός». Τελευταίοι στο διαδίκτυο. Πόσα ακόμη;
Υπάρχουν λίγα καλά έργα στην Ελλάδα (ιδίως των τελευταίων ετών), δυστυχώς όμως είναι προϊόν ξένης τεχνολογίας, ξένου management, ξένης εν πολλοίς χρηματοδότησης, ξένων μηχανημάτων. Υπάρχουν επιφανείς Έλληνες, ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΟΜΩΣ ΚΥΡΙΩΣ. Τι γίνεται με τους Έλληνες τής Ελλάδας, με την υποδομή τής Ελλάδας, όχι της Αμερικής, της Γερμανίας κλπ; Έχουν περάσει σχεδόν 200 χρόνια από την σκλαβιά (σύνηθες επιχείρημα). Η περίοδος χάριτος έχει προ πολλού εκπνεύσει. Κι΄ άλλες χώρες είχαν ενδιάμεσους πολέμους. Η Γερμανία και η Ιταλία εμφανίζονται ως ανεξάρτητες ενιαίες χώρες το 1870 (Μπίσμαρκ, Γκαριμπάλντι). Οι ΗΠΑ το 1782. Η Γερμανία καταστράφηκε στο Β΄ Πόλεμο, αλλά έκαμε το θαύμα της. Αντίστοιχα και η Ιταλία. Κι’ αν εμείς είχαμε πολλούς εμφύλιους, το οφείλομε στα ελαττώματα μας. Οι ξένοι δεν θα μπορούσαν να μας εκμεταλλευθούν, τουλάχιστον τόσο πολύ, αν δεν κάναμε τόσα λάθη (π.χ. εκστρατεία του 1919-22 με σύνθημα «επί τα ίχνη του Μ. Αλεξάνδρου», την οποία ξεκινήσαμε πέφτοντας στην παγίδα τών τότε μεγάλων δυνάμεων, που μας έβαλαν να βγάλομε το φίδι από τη τρύπα και μετά μας εγκατέλειψαν). Ξεκινάμε με τετάρτη, και καταλήγομε όπισθεν. Το 1897 δεν αναφέρεται σε σχολικά βιβλία. Οι θρίαμβοι τού 12-13 καλώς ιστορούνται. Το ’40 θριαμβεύσαμε. Στον εμφύλιο σκοτωθήκαμε μεταξύ μας. Στο Κυπριακό δεν κερδίσαμε. Στο Αιγαίο υπάρχει υποχώρηση. Το Σκοπιανό μας χλευάζει. Οι «Τσάμηδες» καραδοκούν. Λύσεις ευνοϊκές που χάθηκαν από διπλωματική μυωπία ή/και από άφρονα λαϊκισμό και κομματικό οππορτουνισμό. Στους αγώνες μας μετά την Επανάσταση του ’21 ως ελεύθερο έθνος, νομίζω πως μόνο σε δύο περιπτώσεις μεγαλουργήσαμε, το 1812-13 και το 1940, ενώ στις άλλες ταπεινωθήκαμε. Το 1912-13 είχαμε ένα καλό πρωθυπουργό, αλλά και ένα καλό αρχιστράτηγο, που αλληλοσυμπληρώνονταν, τουλάχιστον μέχρι τη ρήξη. Το 1940 είχαμε έναν ικανό και τίμιο «δικτάτορα», που τίμησε το Έθνος. Η Ιταλία τότε φάνταζε πολύ πιο τρομερή απ’ ότι η Τουρκία την περίοδο των Ιμίων. Την ώρα που ο Ιταλός πρέσβης επέδιδε το τελεσίγραφο, το «όχι» με τη φράση «συνεπώς έχομε πόλεμο» το είπε ο πρωθυπουργός. Ο Λαός, που την ώρα εκείνη κοιμόταν, το πρωί με τη στάση του συμφώνησε με τον πρωθυπουργό και επιβεβαίωσε το «όχι». Το σημειώνω γιά κάποιους κεχηνότες.
Στην εξωτερική πολιτική συχνά δεν μπορούμε να διακρίνομε το πραγματικά ασήμαντο από το φαινομενικά ασήμαντο, με αποτέλεσμα να ξιφουλκούμε ανόητα για το πρώτο καθιστώντάς το έτσι σημαντικό ή να αδιαφορούμε για το δεύτερο από κακή εκτίμηση και να συνειδητοποιούμε τη σημασία του αργά. (Ο Περικλής στην περίπτωση του Μεγαρικού ζητήματος δεν υποχώρησε στην προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων να το ακυρώσει ως «βραχύ», για να αποφευχθεί ο πόλεμος, αλλά τους απάντησε «το γαρ βραχύ τι τούτο πάσαν υμών έχει την βεβαίωσιν και πείραν της γνώμης»).
Κατά τις εθνικές επετείους, μαζί με τους θριάμβους μας, που με ουρανομήκεις επευφημίες διαλαλούμε, ας προτρέπομε εαυτούς και αλλήλους και για αυτοκριτική και περισυλλογή, ατομική και εθνική.
Μία ακροτελεύτια φράση: Ο σοβινιστικός φανατισμός (που κατά κανόνα είναι σύμφυτος με την ιστορική άγνοια, την άκριτη στωμυλία και τον καιροσκοπισμό) δεν συνιστά μετάλλιο πατριωτισμού (κάθε άλλο). Η εχέφρων πολιτική (που κατά κανόνα είναι απόρροια ιστορικής γνώσης, συνδυαστικής σκέψης και μακρόπνοης μελλοντικής αντίληψης) δεν αγγίζεται από τη λάσπη της εθνικής μειοδοσίας.
asxanthouleas
Dott. Πολιτικός Μηχανικός - MSc. Yδραυλικός-Υδρολόγος Μηχανικός
Ίλαρχος ε.α – τ. Τομεάρχης ΔΕΗ
Νομίζω ότι συχνά με ευκολία κραυγάζομε εθνικές κορώνες ιστορικής υπερηφάνειας, χωρίς να έχομε ένα επαρκές ιστορικό γνώθι σ’αυτόν, απαραίτητο υπαρξιακό υπόβαθρο τών σημερινών Ελλήνων και κυρίως του Ελληνικού Έθνους. Να υμνούμε τα καλά, αλλά να γνωρίζομε και τα άσχημα, με διάθεση αυτοκριτικής, συναίσθημα θλίψης όπου απαιτείται, και πρόθεση βελτίωσης. Το «καλάμι» είναι επικίνδυνο. Μαθαίνομε την ιστορία εμποτισμένη στο σοβινισμό και λογοκριμένη από τα αρνητικά. Μαθαίνομε ιστορία με παρωπίδες. Είναι λάθος. «Εθνικό είναι το αληθινό».
Με την πτώση τής Κωνσταντινούπολης και την κατά συνέπεια ολοκληρωτική διάλυση τού ήδη απελπιστικά συρρικνωμένου και εγκαταλειμμένου από τη Δύση Βυζαντίου, η Ελλάδα πέρασε από τη σχετικά ανώδυνη Βυζαντινή κυριαρχία, στην έντονα επώδυνη Οθωμανική. Κάποια τμήματα όπως η Κρήτη, η Ρόδος, η Κύπρος, οι Κυκλάδες και τα Επτάνησα έμειναν υπό Φράγκικη ή Ενετική κυριαρχία, άλλα όπως ο Μιστράς βρέθηκαν υπό Ελληνική διοίκηση. Με το χρόνο όμως τα περισσότερα κατακτήθηκαν από τους Τούρκους.
Είχε ήδη πάψει η Ελλάδα να είναι ανεξάρτητο κράτος από το 146 π.Χ. όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος νίκησε στη Λευκόπετρα τού Ισθμού της Κορίνθου την Αχαϊκή Συμπολιτεία υπό το στρατηγό Δίαιο, και η Ελλάδα έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Είχαν προηγηθεί οι συνήθεις έριδες και διαμάχες μεταξύ των Ελληνικών πόλεων και κυρίως της Σπάρτης (Δωριέων) και των Αχαιών. Πολλοί Έλληνες, από παντού, ήταν φιλορρωμαίοι. Οι Αθηναίοι - έντονα φιλορωμαίοι - μάλλον δεν έδειξαν πολύ ενδιαφέρον για τα Ελληνικά πράγματα. Δεν υπήρχε ικανός ηγέτης (όπως π.χ. ο Αλέξανδρος) για έναν ενωμένο Ελληνικό στρατό.
Με την πτώση του Βυζαντίου πολλά αξιόλογα και μορφωμένα άτομα έφυγαν στη Δύση. Από αυτά που έμειναν τα περισσότερα αφομοιώθηκαν-και εν πολλοίς αξιοποιήθηκαν-από την πολιτική δομή τής νέας δύναμης, τής Οθωμανικής. Έντονη η έλλειψη ικανών ηγετών, πολιτικών και στρατιωτικών.
Ο Χριστιανισμός σπαραζόταν από τις διαμάχες τής ορθοδοξίας και του καθολικισμού, προς τέρψη τών Οθωμανών (κρειττότερον φακιόλιον τουρκικόν ή καλύπτρα λατινική, έλεγε ο δεύτερος μετά το Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λουκάς Νοταράς). Ο Γεννάδιος Σχολάριος χρίσθηκε Πατριάρχης από τον Μωάμεθ τον πορθητή.
Η οικονομική ελίτ εμπόρων που αναπτύχθηκε αρκετά πριν από την επανάσταση του ’21, από την οποία θα μπορούσε να αναδειχθεί μία ηγετική φυσιογνωμία, δεν φαινόταν διατεθειμένη να διακυβεύσει τα κεκτημένα της. Μόνον όταν οι Οθωμανοί έσφιξαν την τάξη αυτή με ασφυκτικές υποχρεώσεις, άρχισε να ωριμάζει η σκέψη απεξάρτησης και απελευθέρωσης. Οι συνέπειες όμως ενός πολέμου και οι μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις συνιστούσαν ανασταλτικό παράγοντα.
Αναπτύχθηκαν διάφορες ένοπλες ομάδες: Οι «κλέφτες» - κυρίως απόκληροι και καταδιωγμένοι - ξεκίνησαν σαν ληστές και πειρατές για να ζήσουν. Ήταν γενναίοι και σκληροτράχηλοι. Ενέπνεαν δέος. Επίσης οι «αρματολοί», που είχαν την έγκριση των Οθωμανών να οπλοφορούν και να δρούν σαν αντίπαλο δέος των κλεφτών ή για να εισπράττουν φόρους. Με το χρόνο επικράτησε στους αρματολούς ο νεποτισμός και δημιουργήθηκαν «δυναστείες», σόγια και τζάκια. Ατόνησε και η προθυμία τους στο κυνήγι των κλεφτών. Εξέχοντα ονόματα και από τους κλέφτες και από τους αρματολούς καλούνταν συχνά από Οθωμανούς, αλλά και από πλούσιους χριστιανούς, ως σωματοφύλακες. Δημιουργήθηκαν έτσι οι «κάποι».
Στην πρό του 1821 Ελλάδα δεν υπήρχε ένοπλη δύναμη μάχης, στρατιωτικά οργανωμένη, με εξαίρεση τη Μάνη. Από τις πιο πάνω τρείς τάξεις, κυρίως, ξεπετάχθηκαν οι ηγέτες του ’21. Δεν μπορούσαν όμως μόνοι να αντέξουν τα έξοδα του αγώνα και έπρεπε να δέχονται χρηματοδότηση από εύπορους εμπόρους και γαιοκτήμονες. Ήταν αναμενόμενη η έκρηξη τού αλληλοσπαραγμού, αντί της κοινής αντιμετώπισης τού κοινού για όλους εχθρού. Μετά τα Περσικά, Ελληνικές πόλεις, κατά καιρούς, συμμαχούσαν με τους Πέρσες εναντίον άλλων Ελληνικών πόλεων. Στον αγώνα του ΄21 ο Ελληνισμός δεν έφθασε εκεί (μεμονωμένα μόνο άτομα), αλλά η διχόνοια, έμμεσα, οδήγησε σχεδόν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλ. στην αντιπαλότητα μεταξύ των Ελλήνων. Τα δύο κόμματα, το ένα πολιτικής υπόστασης, το «αρχοντικό», δηλ. εύποροι, αλλά και γραμματισμένοι, συνήθως της διασποράς, και το άλλο στρατιωτικής δομής, το «καπετανίστικο», δηλ. οι οπλαρχηγοί, ξέχασαν ότι ο εχθρός είναι απέναντι και για τα δύο, και συχνά πολεμούσαν μεταξύ τους. Η Εθνοσυνέλευση του 1823 στο Άστρος Κυνουρίας, κάτι θλιβερό μας λέει. Συχνά-πυκνά η διαπλοκή και τα συμφέροντα αμαύρωσαν συνειδήσεις, και το κυριότερο αμαύρωσαν και πυρπόλησαν τον αγώνα.
Δυστυχώς ο αγώνας του ’21 δεν θα καρποφορούσε, ούτε ακόμη και αυτή η ναυμαχία του Ναυαρίνου, αν δε είχε η Ρωσία τα δικά της συμφέροντα ενάντια στην Τουρκία. Συγκεκριμένα ο στρατηγός Ντίμπιτς με το Ρωσικό στρατό διάβηκε τον Αίμο και προέλασε στην πεδιάδα της Μαρίτσας, νικώντας τους Τούρκους (Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1828-29) και υποχρεώνοντάς τους να υπογράψουν τη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως (1829), με την οποία η Ελλάδα αποκτούσε αυτονομία, όπως είχαν ζητήσει οι Τρεις Δυνάμεις (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία) πριν από το Ναυαρίνο.
Έχομε πολλές αρετές, αλλά και πολλά ελαττώματα για τα οποία συχνά στρουθοκαμηλίζομε. Το χιλιοπαινεμένο φιλότιμό μας εύκολα μετατρέπεται σε άκριτη ευθιξία και αλαζονεία, που βλάπτουν το ομαδικό καλό. Ο πόθος για πρωτιά γεννά το φθόνο - ατομικό και τοπικιστικό - με υπηρέτη τον εμπαθή ψόγο. Η ξακουστή φιλοξενία εύκολα μεταλλάσσεται σε ενοχλητική οικειότητα που νομίζει ότι δίνει πολλά και κατά συνέπεια απαιτεί πολλά, με επακόλουθο τη ρήξη. Κυρίως όμως η οικειότητα αμαυρώνει την έννοια του σεβασμού και φθείρει θεσμούς και αξίες. Ο θαυμασμός και η απόδοση επαίνων στους άξιους ενίοτε μετατρέπεται - και όχι πάντα χωρίς υστεροβουλία - σε θεοποιήσεις.
Το εγώ μας είναι υπερτροφικό, ατομικό και εθνικό. Πιστεύομε ότι είμαστε ο περιούσιος λαός. Πιστεύομε ότι όλοι μάς φθονούν, μάς ζηλεύουν, μάς μισούν. Μήπως μισούν και τους αρχαίους Έλληνες; Οι άνθρωποι δεν μισούν τους νεκρούς, έστω και αντίπαλους, αντιθέτως, είναι πρόθυμοι να τους αποδώσουν τιμές. Από τον «Επιτάφιο» έχομε την υπέροχη φράση: «φθόνος γαρ τοις ζώσι προς το αντίπαλον, το δε μη εμποδών ανανταγωνίστω ευνοία τετίμηται». Ή μήπως μας διαχωρίζουν; Γιατί να μας μισούν εμάς τους σήμερα ζωντανούς οι ξένοι; Για τον Πολιτισμό που παράγομε; Για την ωριμότητα και την υψηλή μας παιδεία; Για την τεχνολογική μας εξέλιξη; Για τα θαυμαστά μας δημόσια έργα, ιδίως εκείνα που είναι προϊόν ελληνικών χεριών (μελέτη-κατασκευή); Για τη δικαιοσύνη μας; Για τους πολιτικούς μας; Για την πνευματική μας έξαρση; Για την κοινωνική και οικογενειακή αγωγή μας; Για το σεβασμό και τη γνώση μας προς την ιστορία μας, στο περιβάλλον μας, στη γλώσσα μας; Για την οργάνωση και την λειτουργικότητα της δημόσιας διοίκησης; Για το οδικό και σιδηροδρομικό μας δίκτυο; Για την γρανιτένια ηθική μας και την αταλάντευτη επαγγελματική μας συνείδηση; Για τα ιδανικά ζωής που αφορούν στον πλουτισμό και στη στιγμιαία ηδονή; Για την ευγένεια ψυχής, την πολιτισμένη συμπεριφορά που μας διακρίνουν; Για την «μαγκιά» μας; Για τον τούρκικης ονομασίας «εθνικό» χορό μας, που μετά μανίας επιδιδόμαστε με περίσσιους ακκισμούς;
Προφανώς και δεν γίνεται αναφορά στο σύνολο, αλλά, πιστεύω, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, που δεν συνιστά μειοψηφία. Πρώτοι στην Ευρώπη στα τροχαία. Άγνοια κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Κακή οδήγηση. Τελευταίοι στις ήπιες μορφές ενέργειας. Υπέρογκο εθνικό χρέος. Κτηματολόγιο. Ολυμπιακή αεροπορία. Συστηματική παραβίαση νομοθεσίας περιβάλλοντος. Λακκούβες στους δρόμους και «ζαμανφουτισμός». Τελευταίοι στο διαδίκτυο. Πόσα ακόμη;
Υπάρχουν λίγα καλά έργα στην Ελλάδα (ιδίως των τελευταίων ετών), δυστυχώς όμως είναι προϊόν ξένης τεχνολογίας, ξένου management, ξένης εν πολλοίς χρηματοδότησης, ξένων μηχανημάτων. Υπάρχουν επιφανείς Έλληνες, ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΟΜΩΣ ΚΥΡΙΩΣ. Τι γίνεται με τους Έλληνες τής Ελλάδας, με την υποδομή τής Ελλάδας, όχι της Αμερικής, της Γερμανίας κλπ; Έχουν περάσει σχεδόν 200 χρόνια από την σκλαβιά (σύνηθες επιχείρημα). Η περίοδος χάριτος έχει προ πολλού εκπνεύσει. Κι΄ άλλες χώρες είχαν ενδιάμεσους πολέμους. Η Γερμανία και η Ιταλία εμφανίζονται ως ανεξάρτητες ενιαίες χώρες το 1870 (Μπίσμαρκ, Γκαριμπάλντι). Οι ΗΠΑ το 1782. Η Γερμανία καταστράφηκε στο Β΄ Πόλεμο, αλλά έκαμε το θαύμα της. Αντίστοιχα και η Ιταλία. Κι’ αν εμείς είχαμε πολλούς εμφύλιους, το οφείλομε στα ελαττώματα μας. Οι ξένοι δεν θα μπορούσαν να μας εκμεταλλευθούν, τουλάχιστον τόσο πολύ, αν δεν κάναμε τόσα λάθη (π.χ. εκστρατεία του 1919-22 με σύνθημα «επί τα ίχνη του Μ. Αλεξάνδρου», την οποία ξεκινήσαμε πέφτοντας στην παγίδα τών τότε μεγάλων δυνάμεων, που μας έβαλαν να βγάλομε το φίδι από τη τρύπα και μετά μας εγκατέλειψαν). Ξεκινάμε με τετάρτη, και καταλήγομε όπισθεν. Το 1897 δεν αναφέρεται σε σχολικά βιβλία. Οι θρίαμβοι τού 12-13 καλώς ιστορούνται. Το ’40 θριαμβεύσαμε. Στον εμφύλιο σκοτωθήκαμε μεταξύ μας. Στο Κυπριακό δεν κερδίσαμε. Στο Αιγαίο υπάρχει υποχώρηση. Το Σκοπιανό μας χλευάζει. Οι «Τσάμηδες» καραδοκούν. Λύσεις ευνοϊκές που χάθηκαν από διπλωματική μυωπία ή/και από άφρονα λαϊκισμό και κομματικό οππορτουνισμό. Στους αγώνες μας μετά την Επανάσταση του ’21 ως ελεύθερο έθνος, νομίζω πως μόνο σε δύο περιπτώσεις μεγαλουργήσαμε, το 1812-13 και το 1940, ενώ στις άλλες ταπεινωθήκαμε. Το 1912-13 είχαμε ένα καλό πρωθυπουργό, αλλά και ένα καλό αρχιστράτηγο, που αλληλοσυμπληρώνονταν, τουλάχιστον μέχρι τη ρήξη. Το 1940 είχαμε έναν ικανό και τίμιο «δικτάτορα», που τίμησε το Έθνος. Η Ιταλία τότε φάνταζε πολύ πιο τρομερή απ’ ότι η Τουρκία την περίοδο των Ιμίων. Την ώρα που ο Ιταλός πρέσβης επέδιδε το τελεσίγραφο, το «όχι» με τη φράση «συνεπώς έχομε πόλεμο» το είπε ο πρωθυπουργός. Ο Λαός, που την ώρα εκείνη κοιμόταν, το πρωί με τη στάση του συμφώνησε με τον πρωθυπουργό και επιβεβαίωσε το «όχι». Το σημειώνω γιά κάποιους κεχηνότες.
Στην εξωτερική πολιτική συχνά δεν μπορούμε να διακρίνομε το πραγματικά ασήμαντο από το φαινομενικά ασήμαντο, με αποτέλεσμα να ξιφουλκούμε ανόητα για το πρώτο καθιστώντάς το έτσι σημαντικό ή να αδιαφορούμε για το δεύτερο από κακή εκτίμηση και να συνειδητοποιούμε τη σημασία του αργά. (Ο Περικλής στην περίπτωση του Μεγαρικού ζητήματος δεν υποχώρησε στην προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων να το ακυρώσει ως «βραχύ», για να αποφευχθεί ο πόλεμος, αλλά τους απάντησε «το γαρ βραχύ τι τούτο πάσαν υμών έχει την βεβαίωσιν και πείραν της γνώμης»).
Κατά τις εθνικές επετείους, μαζί με τους θριάμβους μας, που με ουρανομήκεις επευφημίες διαλαλούμε, ας προτρέπομε εαυτούς και αλλήλους και για αυτοκριτική και περισυλλογή, ατομική και εθνική.
Μία ακροτελεύτια φράση: Ο σοβινιστικός φανατισμός (που κατά κανόνα είναι σύμφυτος με την ιστορική άγνοια, την άκριτη στωμυλία και τον καιροσκοπισμό) δεν συνιστά μετάλλιο πατριωτισμού (κάθε άλλο). Η εχέφρων πολιτική (που κατά κανόνα είναι απόρροια ιστορικής γνώσης, συνδυαστικής σκέψης και μακρόπνοης μελλοντικής αντίληψης) δεν αγγίζεται από τη λάσπη της εθνικής μειοδοσίας.
asxanthouleas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου