Έχει Μανιάτικη Καταγωγή ο Ναπολέων ;?
Γράφει ο Αχιλ. Σ. Ξανθουλέας
http://axilxanthouleas.blogspot.com
(1ο από 2)
Τα όσα ιστορούνται στο παρόν συνιστούν σύνθεση μεγάλου αριθμού πηγών (Γαλλικών, Ιταλικών, Αγγλικών, Ελληνικών) ιστορικής οντότητας κλασικής και ηλεκτρονικής μορφής, με την σαφή επισήμανση πως ιστορική βεβαιότητα θα μπορούσε να έχει κάποιος για γεγονότα των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυς, παρότι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση εμφιλοχωρεί κάποια αβεβαιότητα. Οι ιστορικές πηγές κατά κανόνα είναι προϊόν γνώσης εκ γνώσεως ετέρου, συχνάκις και εξ ετέρου, κλπ, ενέχουν δε στοιχεία ιστορικότητας με τη γνήσια έννοια, αλλά και ιστόρηση λαϊκής παράδοσης, καθώς και αναπόφευκτη μυθοπλασία. Ο κατά περίπτωση επιχειρών ιστορική σύνθεση αντλώντας υλικό από πηγές, καλόν είναι να μην εκφράζει τη γνώμη του ή τις προτιμήσεις του, αλλά στεγνά και αμερόληπτα να ιστορεί. Θεμελιώδες συστατικό ιστορικού πονήματός πρέπει να είναι η παράθεση χρονολογιών, ονομασιών (προσώπων και χώρων) και πηγών, άλλως το πόνημα συνιστά παραμύθι του τύπου «μια φορά κι’ ένα καιρό ήταν κάποιος κάπου κάποτε».
Ο Ναπολέων γεννήθηκε το 1769 στο Αιάκειο (Ajaccio - Αγιάτσο) τής Κορσικής. Τον 15αύγουστο η μητέρα του γύριζε απ’ την εκκλησία και την έπιασαν οι πόνοι στο δρόμο. Γέννησε σε μίαν άμαξα, την οποία ετοίμασαν πρόχειρα και την σκέπασαν με ταπετσαρία διάστικτη από παραστάσεις της Ιλιάδος. Τρεις μήνες πριν, η Κορσική είχε επίσημα γίνει Γαλλική επαρχία, η ιδιοκτήτρια Γένοβα την είχε πουλήσει στη Γαλλία. Γεννήθηκε συνεπώς Γάλλος υπήκοος. Γονείς του ήταν o Κάρλο ντι Μπουοναπάρτε (Carlo di Buonaparte) και η Λετίτσια Μαρία Ραμολίνο (Letizia Maria Ramolino). Είχαν και οι δύο χαμηλόβαθμο τίτλο ευγενείας. Το «ντι» στο όνομα δηλώνει τίτλο ευγενείας. Έκαμαν δεκατρία παιδιά. Πέραν της παιδικής ηλικίας έζησαν οκτώ. Την επομένη της γέννησής του, γιόρταζαν στην Κορσική τον Άγιο Ναπολέοντα (Σάντο Ναπολεόνε - Santo Napoleone), τον βάφτισαν και του έδωσαν αυτό τo όνομα.
Από παιδί δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, όλοι όμως αναγνώριζαν την ανωτερότητά του. Η αξιοσύνη προκαλεί φθόνο. Τα προικισμένα άτομα είναι καταδικασμένα να νοιώσουν τη μοναξιά. Απόμακρος, σιωπηλός, μελαγχολικός, ευερέθιστος, χλωμός, αδύνατος, αρνητικός στους περιορισμούς, σκληρός, δεχόταν τις τιμωρίες χωρίς διαμαρτυρία, ποτέ δεν άρθρωσε ούτε λέξη συγγνώμης. Δεν ενδιαφερόταν για παρέες και για παιδικά παιχνίδια. Η αγαπημένη του ενασχόληση ήταν οι φανταστικές μάχες, στις οποίες κατατρόπωνε τον εχθρό με οβίδες-πορτοκάλια. Δεν είχε φυσιολογική παιδική ηλικία. Το όνομα Ναπολεόνε στην Κορσική το πρόφεραν σε διάλεκτο Ναμπουλιόνε (Nabulione). Η μητέρα του, της οποίας η επίδραση στον χαρακτήρα τού γιού της ήταν σημαντική, παραφράζοντας τον φώναζε Ραμπουλιόνε (Rabulione), δηλ. ανακατωσούρα.
Αρχικά μισούσε τους Γάλλους που πήραν την πατρίδα του, έλεγε πως γεννήθηκε όταν η Κορσική πέθαινε. Δέκα ετών έγινε δεκτός στη Σχολή Ευελπίδων της πόλης Μπριέν λε Σατώ (Brienne le Château), στην βορειοκεντρική Γαλλία, λόγω τίτλου ευγενείας, αλλά και με κάποια μεσολάβηση του γάλλου διοικητή της Κορσικής. Πριν πάει είχε παρακολουθήσει μαθήματα γαλλικής, ποτέ όμως δεν έμαθε καλά γαλλικά, η προφορά του παρέμεινε βαριά Κορσικανή. Οι συμμαθητές του, γόνοι Γάλλων πλουσίων ευγενών, αντιμετώπιζαν με υπεροψία τον φτωχό μικροευγενή. Τον πείραζαν γιά τα γαλλικά του και για την ανέχεια του, αυτός αντιδρούσε με καυγάδες και εσωστρέφεια, και κλεινόταν στα βιβλία του. Γρήγορα όμως κέρδισε την αναγνώριση και τών συμμαθητών και τών καθηγητών. Η ευφυΐα του, η γενναιότητά του, η γενναιοδωρία του, δεν άφηναν περιθώρια. Προτιμούσε να πάει φυλακή, παρά να καρφώσει συμμαθητές του.
Με πρόταση τών καθηγητών πήγε και στην Ανώτερη Στρατιωτική Σχολή στο Παρίσι, όπου σ’ ένα έτος ολοκλήρωσε το 2ετές πρόγραμμα. Στα 16του ήταν ανθυπολοχαγός πυροβολικού. Αρχικά προτιμούσε το ναυτικό, ίσως όμως το πυροβολικό να ήταν το μόνο που μπορούσε να αναδείξει την ευφυϊα του, σε αντιστάθμισμα τής έλλειψης εξωτερικών προσόντων. Οι καθηγητές τον χαρακτήρισαν καλό γνώστη τών μαθηματικών, τής ιστορίας, τής γεωγραφίας, και τών αφηρημένων επιστημών, αλλά αδιάφορο για τα υπόλοιπα μαθήματα. Ένας απ’ τους εξεταστές του ήταν ο σπουδαίος μαθηματικός Λαπλάς, τον οποίον διόρισε αργότερα ως μέλος τής Γερουσίας. Ο πατέρας του δεν πρόλαβε να τον δει αξιωματικό, είχε πεθάνει επτά μήνες νωρίτερα, είχε αφήσει μία πολυμελή φτωχή οικογένεια.
Η γαλλική επανάσταση τον βρήκε υπολοχαγό. Καιροσκοπικά τάσσεται με τους ριζοσπάστες αριστερούς, τους Ιακωβίνους. Στην μητέρα του έγραψε πως απ’ τη στιγμή που είσαι υποχρεωμένος να διαλέξεις πλευρά, διάλεξε τους δυνατούς, κι’ ας καταστρέφουν, κι’ ας καίνε, κι’ ας ερημώνουν, καλύτερα να τους φας, παρά να σε φάνε. Έτσι σκεπτόταν.
Από το 1815 που έχασε το Βατερλώ και παραδόθηκε στους Άγγλους, τους πιό άσπονδους εχθρούς του, και μέχρι το θάνατό του, τον Μάιο 1821 (λίγο μετά την έναρξη τής Ελληνικής Επανάστασης), τα τελευταία αυτά έξι χρόνια της ζωής του, τα έζησε μέσα σ’ ένα στάβλο, επισκευασμένο πρόχειρα γιά κατοικία απ’ τους Άγγλους, που το έκαμαν επίτηδες για να τον μειώσουν. Tον είχαν άχτι, γιατί τους είχε αρκετές φορές ευτελίσει. Ο στάβλος βρισκόταν πάνω στο πιο γυμνό και πιο άγονο νησί του νότιου Ατλαντικού, την Αγία Ελένη. Πέθανε από καρκίνο του στομάχου, 52 χρονών.
Γιά το ύψος του έχει επικρατήσει η γνώμη πως ήταν πολύ κοντός, σχεδόν νάνος. Δεν είναι αλήθεια. Οι Άγγλοι τον μέτρησαν όταν πέθανε. Δεν είχαν κανένα λόγο να πουν κάτι το κολακευτικό γι’ αυτόν. Τον βρήκαν 5’ και 6”, γύρω στο 1,68. Επειδή όμως περιστοιχιζόταν πάντα από πανύψηλους θηριώδεις γρεναδιέρους τής αυτοκρατορικής φρουράς, η σύγκριση υπήρξε καταλυτική και τότε και στην ύστερη φημολογία. Οι γρεναδιέροι ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να πεθάνουν για τον Ναπολέοντα με σημαία το λάβαρο των αετών και με την κραυγή «Vive l’ Εmpereur», Ζήτω ο Αυτοκράτωρ.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με την καταγωγή τού Ναπολέοντα, όλες όμως έχουν ασάφειες, λιγότερο ή περισσότερο έντονες. Ορισμένοι συγγραφείς διατείνονται (με επιχειρήματα μάλλον πειστικά) πως όταν έγινε αυτοκράτορας φρόντισε να αλλοιώσει ή να καταστρέψει αρχεία σχετικά με αυτόν στο Αιάκειο, τα οποία ίσως περιείχαν ανεπιθύμητες πληροφορίες.
Γαλλική εκδοχή: Αυλοκόλακες του είπαν πως κατάγεται απ’ τον αδελφό τού βασιλιά Ήλιου της Γαλλίας, του Λουδοβίκου XIV, τον οποίο ο βασιλιάς είχε, το τελευταίο τέταρτο τού 17ου αι., φυλακίσει με μία μάσκα στο πρόσωπο. Ο φυλακισμένος ερωτεύθηκε την κόρη τού δεσμοφύλακα ονόματι Μπονπάρτ, και με την άδεια του βασιλιά παντρεύτηκαν. Τα παιδιά τους τα έστειλαν στην Κορσική και, ή τους άλλαξαν το όνομα σε Μπουοναπάρτε, ή τα υιοθέτησε η οικογένεια Μπουοναπάρτε. Οι αφηγητές προσπάθησαν να πείσουν τον Ναπολέοντα πως είναι απόγονος της βασιλικής οικογενείας των Βουρβόνων. Ο Ναπολέων χαμογέλασε. Υπήρξε πάντως κάποιο άτομο αγνώστου ταυτότητος -πλην εικασιών- έγκλειστο σε διάφορες φυλακές με τελευταία τη Βαστίλλη, τη φήμη του οποίου χρησιμοποίησε ο Αλέξ. Δουμάς στο βιβλίο του «Δέκα έτη μετά ή ο υποκόμης της Μπραζελόν» (Dix Ans plus tard ou le Vicomte de Bragelonne), γνωστό ως «Ο άνθρωπος με το σιδηρούν προσωπείον». Την ύπαρξη ονόματος Bonaparte στη Γαλλία, πολύ ενωρίτερα της γέννησης τού Ναπολέοντα, πιστοποιεί ένα επίσημο έγγραφο τού 1552 με υπογραφή τού βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου ΙΙ, με το οποίο χαρίζεται γη σε κάποιους δύτες με αυτό το όνομα.
Αλβανική εκδοχή: Οι Αλβανοί επικαλούνται τον Γάλλο ιστορικό και πρωθυπουργό Άντολφ Θιρς (Adolph Thiers, πέθανε το 1877), πως έγραψε ότι όταν ο Ναπολέων διόρισε το 1806 τον αδελφό του Τζουζέπε ως βασιλιά της Νάπολης, πήγε να τον καλωσορίσει και η Αλβανική μειονότητα της φυλής Άρμπερες (Αrberesh-Αρβανίτες), και ότι αυτός τους είπε πως και η οικογένεια «Bonaparti» έχει ρίζα Άρμπερες από τον Αλή Πασά. Λένε επίσης πως και ένας άλλος Γάλλος, Κορσικανής καταγωγής, συγγραφέας και εθνολόγος, ο Ρομπέρ ντ’ Ανζελύ (Robert d’Angely, πέθανε το 1966) έγραψε ότι ο Ναπολέων είχε Αλβανική καταγωγή, και ότι το επώνυμο Bonaparte προέρχεται από το αλβανικό «Kalë-miri» που σημαίνει «άλογο-καλό», και όχι από το «Kali-meros» ως ψεύδονται οι Έλληνες. Προστρέχουν ακόμη οι Αλβανοί και στο βιβλίο της Δούκισσας ντ’ Αμπραντές (Duchess d’ Abrantes), Ελληνικής καταγωγής από τους Στεφανόπουλους της Κορσικής, λέγοντας πως και εκεί αναφέρεται η Αλβανική καταγωγή του στρατηλάτη. «Ιστορούν» επίσης ένα επεισόδιο από την εκστρατεία της Αιγύπτου, πως κατά την πολιορκία «κάποιου» κάστρου που το υπερασπίζονταν Αλβανοί, από «κάποιον» στρατηγό του Ναπολέοντα, ο στρατηγός δεν τήρησε την υπόσχεση να τους συγχωρήσει αν παραδίδονταν και τους εκτέλεσε, οπότε ο Ναπολέων τον επέπληξε και του αφαίρεσε τα μετάλλια, μάλιστα στο θυμό του μιλούσε μία γλώσσα ακατάληπτη (αλβανική;!).
Ο Θιρς έγραψε δύο βιβλία, το ένα για τη Γαλλική επανάσταση και το άλλο για την Υπατεία και την Αυτοκρατορία (Histoire de la Révolution Française και Histoire du Consulat et de l’Empire). Τα σχόλια που έχουν γίνει δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικά, «Ως άνθρωπος των γραμμάτων είναι πολύ λιγότερο γνωστός,.. Έχει το ελάττωμα της μακρηγορίας,.. Στρεψόδικος,.. Δίκαιες αμφιβολίες για την αξιοπιστία και τιμιότητα του,… Στη γραφή του υπάρχουν ανακολουθίες,… Περισσότερο δημοσιογράφος παρά ιστορικός,… Πιστεύει πως είναι παντογνώστης (ξερόλας)». Ο κριτικός λογοτεχνίας Sainte Beuve (όχι εχθρικά προσκείμενος) είχε γράψει ειρωνικά «Ο Θιρς τα είπε όλα, χάραξε τα πάντα, μίλησε για τα πάντα». Ο Ντ’ Ανζελύ έχει γράψει το βιβλίο L'Enigme για αρχαίες γλώσσες (Πελασγική, Αριανή, Ελληνική, Ετρουσκική, Γραικική, Αλβανική), στο οποίο γίνεται αναφορά στους Αλβανούς (σ.113-117). Στο ίντερνετ το βιβλίο διαφημίζεται ως νουβέλα και κοστίζει 5 ευρώ. Ο Αγγλοαλβανικός Σύνδεσμος εξέδωσε το 2005 στο Λονδίνο ένα φυλλάδιο με απόσπασμα από διάλεξη του Αλβανού κοινωνιολόγου Gëzim Alpion στο St. Xavier’s College της Ινδίας τον Ιούνιο 2005, όπου διαβάζει κανείς πως οι αυτοκράτορες: Διοκλητιανός, Ιούλιος Καίσαρ, Κλαύδιος, Μέγας Κωνσταντίνος, Ιουστινιανός I, Αναστάσιος, και οι: βασιλιάς Πύρρος, στρατηγός Βελισάριος, Άγιος Ελευθέριος, Πάπας Κλεμέντε, Κεμάλ Ατατούρκ, Ρόμπερτ ντε Νίρο, Λεονάρντο ντι Κάπριο, Σβαρτσενέγκερ, πολλοί αθλητές στην Ελλάδα που υποχρεώθηκαν να ελληνοποιήσουν το όνομα τους, έχουν Ιλλυρική - Αλβανική καταγωγή. Αναφέρεται επίσης πως η δούκισσα Ντ’ Αμπραντές, ο Θιρς, ο Ντ’ Ανζελύ υποστηρίζουν την Αλβανική καταγωγή του Ναπολέοντα από τους Άρμπερες της Κορσικής, οι οποίοι έφθασαν εκεί από τη Μάνη (Ταϋγετο, που τώρα είναι Ελληνικός), όπου κατέφυγαν μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τους Τούρκους τον 15ο αι. και την επακολουθήσασα βιβλική φυγή Αλβανών. Για την δούκισσα θα γίνει εκτενής αναφορά πιο κάτω σχετικά με τους Στεφανόπουλους της Κορσικής. Υπήρχαν Αλβανοί στη Μάνη, είναι αλήθεια, ο δεσπότης τού Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος, έστειλε τον 14ο αι. φρουρές από Αλβανούς στα κάστρα της Μάνης και πολέμησε τους Μανιάτες. Λίγα χρόνια αργότερα πήγε στη Μάνη και ο αδελφός του, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ, για να κατεδαφίσει τα κάστρα, και να απαλείψει το βάρβαρο έθιμο τού μασχαλισμού (έκοβαν διάφορα άκρα από τα θύματα τους, π.χ. δάχτυλα, τα επιδείκνυαν, και όταν έπιναν κρασί τα βουτούσαν μέσα για να πάρουν, έλεγαν, τη δύναμη τους). Τότε στέριωσαν διάφορες Αλβανικές οικογένειες, όπως στο Οίτυλο οι Αλμπανεζιάνοι, οι Κακασαγιάννοι και οι Λαβουρεντιάνοι.
Ιταλική εκδοχή: Περί το μέσον του 6ου αι. διάφορα βαρβαρικά φύλλα, κυρίως Λομβαρδοί (ή Λονγκοβάρδοι ή Λανγκοβάρδοι), εισέβαλαν στην Ιταλία προερχόμενοι από την Κεντροανατολική Ευρώπη και σύντομα δημιούργησαν πρώτα στο βορρά ένα βασίλειο και στη συνέχεια κυριάρχησαν σε ολόκληρη σχεδόν την Ιταλική χερσόνησο, με εξαίρεση κάποιες παράκτιες ζώνες υπό βυζαντινή κυριαρχία. Περίπου 200 έτη αργότερα το βασίλειο καταργήθηκε από το βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνο (τον οποίο τρεις δεκαετίες αργότερα ο Πάπας τον έστεψε αυτοκράτορα, τίτλο που αναγνώρισε και το Βυζάντιο). Τον 11ο αι. οι Νορμανδοί κατέκτησαν την Ιταλία και απάλειψαν κάθε εστία ισχύος των Λομβαρδών. Από αυτή την παρένθεση στην ιστορία της Ιταλίας διατηρήθηκε το όνομα «Λομβαρδία» στην ΒΔ Ιταλία με πρωτεύουσα το Μιλάνο. Πολλοί Λομβαρδοί διατήρησαν τίτλους ευγενείας, αρκετοί μάλιστα απέκτησαν υψηλά αξιώματα σε πολλές πόλεις, γενικά δε επηρέασαν τα κοινωνικοπολιτικά και πολιτιστικά πράγματα της Ιταλίας, αλλά και επηρεάσθηκαν. Τα ονόματά τους ή τα άλλαξαν ή τα τροποποίησαν προσαρμόζοντάς τα στα Ιταλικά.
Μία οικογένεια ευγενών Λομβαρδών, οι Καντολίντζι ντι Μπόργκονουόβο (Cadolingi di Borgonuovo), από τις επιφανέστερες της Πιστόια (ΒΔ της Φλωρεντίας), πριν από τον 10ο αι. αναγκάσθηκε λόγω πολιτικο-εκκλησιαστικών πίεσεων να μετεγκατασταθεί λίγο νοτιότερα, στο Φουτσέκιο (Fucechio), όπου υπήρξαν άρχοντες του έως τις αρχές του 12 αι., χτίζοντας διάφορα οχυρωματικά έργα, από τα οποία σώζονται τμήματα ενός κάστρου. Τον 12ο αι. μεταναστεύουν πάλι για πολιτικούς λόγους. Οι δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις, Γουέλφοι (Guelfi) υπέρ του Βατικανού και τους Γιμπελίνοι (Ghibellini) υπέρ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αναστατώσει την Ιταλία για δύο περίπου αιώνες (12ος έως αρχές 14ου) με εμφύλιους πολέμους. Εγκατέλειψαν λοιπόν το Φουτσέκιο και εγκαταστάθηκαν στο Ποντρεμόλι (Pontremoli) της ιστορικής περιοχής Λουνιτζιάνα (Lunigiana), αλλάζοντας το όνομα σε Μπουοναπάρτε. (Η Ρωμαϊκή Λουνιτζάνα ταυτίζεται με την ευρύτερη ΒΔ της Φλωρεντίας περιοχή των πόλεων Λα Σπέτσια, Μάσα, Καράρα). Σύναψαν φιλικές σχέσεις με τους Μεδίκους της Φλωρεντίας, πολλοί μάλιστα εγκαταστάθηκαν εκεί και κατέλαβαν υψηλά αξιώματα, από πολιτικής δε πλευράς τοποθετήθηκαν με τους Γιμπελίνους. Οι Γουέλφοι επικράτησαν τελικά και προέβησαν σε διωγμούς. Δύο κλάδοι Μπουοναπάρτε της Φλωρεντίας διέφυγαν, ο ένας πήγε στο, λίγο νοτιότερα από το Φουτσέκιο, Σαν Μινιάτο (San Miniato), όπου και σήμερα υπάρχει οικογενειακός τάφος Βοναπάρτηδων, και ο άλλος ανατολικά της Λα Σπέτσια στην υπό τη Γένοβα περιοχή της Σαρζάνα (Sarzana), που συνιστά μία συνέχεια της Λουνιτζιάνα και υπήρξε ισχυρό οχυρό Λομβαρδών. Εκεί ιδρύθηκε ο οικισμός του «Οίκου τών Ευγενών Σαρζάνα». Η οικογένεια ανέβηκε κοινωνικά, σύναψε επιτυχείς γάμους και συγγένεψε με τον καταγόμενο από τη Σαρζάνα Πάπα Νικολό V. {Το 1302 εξορίσθηκε και ο σπουδαίος ποιητής Δάντης Αλιγκιέρι (Dante Alighieri), δημιουργός του περίφημου τρίτομου ποιήματος «Θεία Κωμωδία»: Κόλαση-Καθαρτήριο-Παράδεισος. Πολιτικά ήταν προσκείμενος στους νικητές Γουέλφους, οι οποίοι μετά τη νίκη τους διασπάσθηκαν σε «Λευκούς Γουέλφους» που ζητούσαν απεξάρτηση από τον Πάπα, και σε «Μαύρους Γουέλφους» που στήριζαν ανεπιφύλακτα τον Πάπα. Στον εμφύλιο που εκδηλώθηκε, ο Δάντης τάχθηκε με τους ηττημένους Λευκούς. Εξορίσθηκε δια βίου από την Φλωρεντία επί ποινή θανάτου στην πυρά αν επέστρεφε χωρίς να πληρώσει το πρόστιμο. Αρνήθηκε να πληρώσει, καθώς επίσης αρνήθηκε και κάποιες μετέπειτα προσφορές, μόνο με τιμητική υποδοχή θα δεχόταν να επιστρέψει στη Φλωρεντία. Στην περιπλάνησή του, μέχρι το θάνατο του στη Ραβέννα, έζησε ένα διάστημα και στη Σαρζανα. Το 2008 το Δημοτικό Συμβούλιο της Φλωρεντίας με απόφασή του a posteriori ακύρωσε την καταδίκη}.
Το, από πλείονες πηγές, γενεαλογικό δένδρο των Βοναπάρτηδων τής Κορσικής δίδει την ακόλουθη σειρά: Gianfardo (πέθανε τέλη 12ου αι.), σύζυγος η Imelda de’ Nerli, κόρη του Ugolino de Nerli, πατρικίου της Φλωρεντίας - Ιl Vecchio di Sarzana Bonapars ή Bonopax, δημοτικός σύμβουλος (π. 1245), δεν αναφέρεται σύζυγος - Guglielmo di Gianfaldo il Buonaparte, νομικός, δεν αναφέρεται σύζυγος - Giovanni (π.~1312), νομικός, 1η σύζυγος η Vita Sarzanello και 2η η Giοvanna Sacchetti - Jiacopo (π. μετά 1338), αυτοκρατορικός συμβολαιογράφος και δήμαρχος Sarzana, δεν αναφέρεται σύζυγος, ούτε διευκρινίζεται ποία εκ των δύο είναι η μητέρα του - Nicolosio (π. 1397), συμβολαιογράφος, δεν αναφέρεται σύζυγος - Giovanni (π. μετά 1404), νομικός, πληρεξούσιος στο δούκα του Μιλάνου Visconti, σύζυγος η Isabella Calandrini ανιψιά του Πάπα Niccolo V γεννημένου στην πόλη Sarzana - Cesare (π.~1475), νομικός και δημοτικός σύμβουλος, σύζυγος η Apollonia Malaspina κόρη του Nicolo Malaspina μαρκήσιου της Verrucola (περιοχή κοντά στην Lunigiana) - Giovanni (π. 1501), δεν αναφέρεται σύζυγος. Ο Giovanni πήγε στην πόλη Μπάστια (Bastia) της ΒΑ Κορσικής, όπου από το 1480 ήταν αντικυβερνήτης ως εκπρόσωπος τού Γενοβέζου κυβερνήτη. Ο γιός του, ο Francesco il Mauro π.~1540), μισθοφόρος αξιωματικός του στρατού της Γένοβας στη στρατιά Ufficio di San Giorgio, εστάλη στο Αιάκειο τής Κορσικής το 1490. Μετά την αποστρατεία του, πήγε το 1512 εκ νέου και εγκαταστάθηκε εκεί. Σύζυγός του η Katarina da Castelletto, κόρη ευγενούς της Pietrasanta (παραθαλάσσια πόλη βορειότερα της Πίζας, την νυμφεύθηκε στο Αιάκειο το 1491. Θεωρείται ο γενάρχης των Βοναπάρτηδων της Κορσικής. Προφανώς είχε αποκτήσει σπίτι και κάποιο μικρό τμήμα γής, καθόσον φέρεται να υπάρχουν αυτά από το 1492 σε Βοναπάρηδες. Ακολουθούν: Cabriele (περίπου1485 – 1589, 104 ετών), σύζυγος η Maria Durazzo - Geronimo (περίπου 1520 – μετά το 1617, >97 ετών), γερουσιαστής στο Αιάκειο και βουλευτής στη Γένοβα, σύζυγος η Pelergrina Calvari - Francesco (περίπου 1570 – 1633, ~63 ετών), γερουσιαστής και κυβερνήτης του Αιάκειο, σύζυγος η Camilla Cattaciolo - Sebastiano (περίπου1603 – 1642, 39 ετών), σύζυγος η Maria Rastelli - Carlo (1637 – 1692, 55 ετών), σύζυγος η Virginia Odone - Giuseppe (1663 – 1703, 40 ετών), σύζυγος η Maria Colonna da Bozzi - Sebastiano Nicolo (1683 – 1720, 37 ετών), σύζυγος η Maria Anna Tusoli di Bocognano - Giuseppe (1713 – 1763, 50 ετών), σύζυγος η Maria Saveria Paravicini - Carlo (1746 – 1785, 39 ετών), πατέρας του Ναπολέοντα, σύζυγος η Letizia Ramolino (1750 – 1837, 87 ετών), μητέρα του Ναπολέοντα. Το 1567 οι Βοναπάρτηδες της Σαρζάνα την εγκατέλειψαν πουλώντας τα υπάρχοντα τους. Το 1780 ο τελευταίος Βοναπάρτης της Τοσκάνης κληροδότησε τη μικρή περιουσία του στον Κάρλο. Ο Μέγας δούκας της Τοσκάνης είχε παραχωρήσει στον Τζουζέπε, πατέρα του Κάρλο, τίτλους ευγενείας. Ο Κάρλο φρόντισε το 1771 να αναγνωρισθεί από τη Γαλλία ο τίτλος του κόμη. Νονός του Σεμπαστιάνο Νικολό (πιο πάνω) ήταν ο Napoleone Lomelini, έτσι εισήλθε στην οικογένεια το όνομα. Το σπάνιο, στην ευρύτερη Ιταλία, όνομα Napoleone ήταν σύνηθες στην κεντρική Ιταλία. Πιθανόν έχει ρίζα γερμανική (Nibelungen). Αργότερα συνδέθηκε με την Νάπολη, την Ελληνική αποικία Νεάπολη, και με το «Λέων της Νάπολης
Μία διαφορετική εκδοχή αναφέρει πως στην πόλη Τρεβίζο, υπήρχαν από τον 11ο αι. Λομβαρδοί ευγενείς με το όνομα Μπουοναπάρτε. Η τυραννική διακυβέρνηση και οι πολιτικές διαμάχες, τους χώρισαν σε Μπουοναπάρτε και σε Μαλαπάρτε Όταν άρχισαν οι προγραφές εναντίον των Βοναπάρτηδων, πολλοί έφυγαν ή απ’ ευθείας στο Σαν Μινιάτο και στη Σαρζάνα, ή πρώτα στην Φλωρεντία και από εκεί μία μερίδα διωγμένη κατέληξε στο Σαν Μινιάτο και στη Σαρζάνα. Από αυθεντικά στοιχεία (documentι) προκύπτουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα σχετικά με εκπροσώπους της ευρύτερης οικογένειας Buonaparte του Τρεβίζο: Ένας Buonaparte το 1120 εξορίστηκε από την Φλωρεντία ως Γιμπελίνος. Ο Curado το 1170 ήταν ιππότης του «χρυσού πτερνιστήρα». Ο Giuseppe το 1210 το ίδιο. Ο Nordilius το 1272 ήταν άρχοντας της Πάρμας. Ο αδελφός τού Nordilius το 1279 ορίσθηκε πληρεξούσιος σύναψης ειρήνης μεταξύ Τρεβίζο και Πάντοβας. Ο Pietro το 1283 το ίδιο με την Carrara. Ο Giοvanni το 1333 ήταν άρχοντας στη Φλωρεντία. Ο Niccolo το 1454 πρεσβευτής του Πάπα Niccolo V σε πολλές πόλεις και αντιβασιλιάς στην πόλη Άσκολι. Το 1807 ο δούκας του Τρεβίζο έδειξε στον αυτοκράτορα Ναπολέοντα πλήθος στοιχείων περί των προγόνων του, αυτός όμως σχολίασε πως κάθε άνθρωπος είναι τέκνο των πράξεων του, και πως τους δικούς του τίτλους τους κατέχει από το Γαλλικό λαό.
Το επώνυμο Buonaparte μάλλον το είχαν αρκετές οικογένειες ευγενών Λομβαρδών σε διάφορα μέρη, έτσι υπάρχει κάποια σύγχυση και μυθοπλασία. Ίσως να προέρχεται από προσωνυμία κάποιου πολιτικού κόμματος της Τοσκάνης, που αυτοχαρακτηριζόταν ή το χαρακτήριζαν ως «Καλό Κόμμα» (η λέξη parte στα ιταλικά σημαίνει κόμμα, μέρος, κλπ, σήμερα για πολιτικό κόμμα συνηθίζεται η λέξη partito), και με τον καιρό έγινε επώνυμο, Buona Parte → Buonaparte. Δίλεξα ονόματα ήταν του συρμού και στη Δημοκρατία της Βενετίας από τον 10ο αι. Τα ιταλικά ονόματα συνήθως λήγουν σε «i» στο βορρά, και σε «o» στο νότο, το «e» συνιστά εξαίρεση.
Μετά την εξορία τού Ναπολέοντα στην Αγία Ελένη, το μεγαλύτερο τμήμα της οικογένειας συγκεντρώθηκε στη Ρώμη υπό την προστασία του Πάπα Πίου VII. Τελευταίοι γνωστοί Βοναπάρτηδες είναι ο Giovanni Cristoforo Bonaparte γεννηθείς το 1986, και η Sofia Napoleone Bonaparte γεννηθείσα το 1992.
Ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραντζίσκος, όταν έδωσε την κόρη του Μαρία-Λουίζα στον Ναπολέοντα, έψαξε να βρει ευγενική καταγωγή για το γαμπρό του. Ανακάλυψε πως πρόγονοι του ήταν οι τύραννοι του Τρεβίζο. Ο Ναπολέων δεν το δέχθηκε, είπε πως προτιμά ταπεινή καταγωγή, παρά από τυράννους. Ο Ταλλεϋράνδος, υπουργός εξωτερικών του Ναπολέοντα, του έδωσε στοιχεία που βρήκε σε πολλές Ιταλικές πόλεις, για την καταγωγή του. Ο Ναπολέων έριξε μια ματιά και μετά τα πέταξε στη φωτιά. Είπε πως προτιμά οι τίτλοι να αρχίζουν από τον ίδιο και να προέρχονται από το λαό. Ο Πάπας πρότεινε στον Ναπολέοντα (όταν ήταν αυτοκράτορας) να αγιοποιήσει κάποιο μοναχό ονόματι Μπουοναβεντούρα (Bouonaventura) Μπουναπάρτε, ήδη από πολλά χρόνια νεκρό, διότι ανακάλυψε πως είχε πολλές αρετές, (που δεν είχαν γίνει αντιληπτές εν ζωή). Ο Ναπολέων θορυβημένος απάντησε «Άγιε Πατέρα, προς Θεού, αποφύγετε την γελοιοποίηση μου από μία τέτοια ενέργεια».
Μανιάτικη εκδοχή: Έχει ως εξής, ή, περίπου ως εξής:
Οι Κομνηνοί στο Οίτυλο: Μετά την Κωνσταντινούπολη, ο Μωάμεθ ο Πορθητής το 1461 κατέκτησε και το κρατίδιο-αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που είχε δημιουργηθεί από ένα κλάδο Κομνηνών μετά την προσωρινή διάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την 4η σταυροφορία το 1204. Ο τελευταίος αυτοκράτορας Δαβίδ ΙΙ Κομνηνός θανατώθηκε από τον Μωάμεθ μαζί με επτά από τους οκτώ γιούς του. Ο 8ος γιός, ο Νικηφόρος, μαζί με πολλούς άλλους Κομνηνούς, κατέφυγαν, στις αρχές τού 1470, στο Οίτυλο, γιατί η Μάνη ήταν τότε η μόνη ασφαλής περιοχή έναντι των τούρκων. Νυμφεύθηκε την κόρη του Οιτυλιώτη Μηλιγγού Λασβούρη ή Σλαβούρη, και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από όλους. Γενάρχης των Στεφανόπουλων είναι ή ο εγγονός του Στέφανος, ή ο ίδιος σύμφωνα με μίαν άλλη εκδοχή πως ήλθε στο Οίτυλο με ψευδώνυμο. Όπως και να έχει, υπήρξε ήρωας σε νικηφόρα μάχη με Τούρκους το 1537 κοντά στο Οίτυλο. Στην περιοχή της μάχης έχτισε μοναστήρι, το οποίο υπάρχει και ονομάζεται του «Τσίγκου», απ’ τον κλάδο τών Τσιγκιάνων-Στεφανόπουλων που το κατείχαν. Απ’ τον πύργο του στο Οίτυλο διατηρείται ένα τμήμα.
Οι Μέδικοι, στο Οίτυλο: Δεν έχουν, άμεση τουλάχιστον, σχέση με τους Βοναπάρτηδες, αλλά έχουν μεγάλη με τη Μάνη. Πρέπει να αναφερθούμε. Πριν από το 1400 εμφανίζονται εκπρόσωποι τών Μεδίκων της Φλωρεντίας στην Αθήνα και στο Ναύπλιο. Η ιστορική παράδοση θέλει κάποιον Πιέρρο ή Πέτρο Μέδικο να πηγαίνει από το Ναύπλιο στη Μέσα Μάνη τον 15ο αι. και να νυμφεύεται τη κόρη Ανθή τού τοπάρχη τού Μεζάπου (στην Άκρα του Ταινάρου), της οικογένειας των Κοντόσταβλων. Ο Μέδικος εμφάνισε αρετές, τις οποίες ο λαός εκτίμησε και ζήτησε να γίνει αυτός τοπάρχης. Δεν είναι σαφές αν θα επρόκειτο γιά συναινετική αποχώρηση τού πεθερού ή γιά ανατροπή. Γεγονός είναι πως ο Μέδικος δολοφονήθηκε ή από από Κοντόσταυλους διεκδικητές της θέσης εν αγνοία του πεθερού ή κατ’ εντολή του. Η Ανθή ήταν έγκυος. Ανήμερα τα Χριστούγεννα έφυγε κρυφά γιά το Οίτυλο να τύχει προστασίας από τον διοικητή της Μάνης (Οιτύλου και Μεθώνης λεγόταν) Ιωάννη Παλαιολόγο. Θεωρείται βέβαιο πως η Ανθή πήγε στο Οίτυλο όταν ο Παλαιολόγος ήταν ακόμα εκεί (με τον άνδρα της τον επισκέπτονταν συχνά). Από αυτή τη βεβαιότητα συνάγεται ο περίπου χρόνος μετάβασης του Μεδίκου στη Μάνη: Μετά τους Κατακουζηνούς, άρχοντες στο δεσποτάτο του Μυστρά έγιναν το 1384 οι Παλαιολόγοι. Ο από την Ανκόνα Ιταλός περιηγητής Κυριάκος Αγκωνίτης (Ciriaco d’ Ancona, παρατσούκλι του Ciriaco Pizzicolli) γράφει στο οδοιπορικό του πως το 1447 φιλοξενήθηκε στο Οίτυλο από τον Ιωάννη Παλαιολόγο. Το 1460 ο Μυστράς έπεσε στους Τούρκους και οι Παλαιολόγοι έφυγαν από το Οίτυλο. Κατά συνέπεια το χρονικό διάστημα έλευσης του Μέδικου είναι 1384-1460. Ως προς τους λόγους έλευσής του υπάρχουν δύο εκδοχές: Την εποχή εκείνη η Μάνη είχε τρεις κοινωνικές τάξεις• τους ισχυρούς «Νυκλιάνους», τους μεσαίους «Αχαμνόμερους», και τους ταπεινούς «Φαμέγιους», υπηρέτες των Νικλιάνων (φαμέγιος σημαίνει «της οικογένειας», από την Ιταλική λέξη famiglia). Οι Νικλιάνοι ήταν αντίπαλοι των Παλαιολόγων. Οι Κοντόσταβλοι ήταν Νικλιάνοι. Η μία εκδοχή θέλει τον διοικητή Ιωάννη να έχει δυσκολίες στη διοίκηση με τους Κοντόσταβλους, και σκέφθηκε πως δίδοντας σε ένα φιλικό προς αυτόν Μέδικο ως νύφη μία Κοντοσταβλίτσα, θα μπορούσε να ελέγχει την κατάσταση. Η άλλη εκδοχή αναφέρεται σε κάποια σύσκεψη Ενετών με άλλα κράτη στο Ναύπλιο, για συμμαχία κατά των Τούρκων, αλλά πήγε στραβά, και από φόβο έφυγαν όλοι. Αυτό θα πρέπει να έγινε, αν έγινε, μετά το 1460 που την περισσότερη Πελοπόννησο κατείχαν οι Τούρκοι, και πριν το 1540 που και το Ναύπλιο περιήλθε στους Τούρκους (υπάρχει άποψη πως έγινε το 1472). Κατά την δεύτερη εκδοχή ο Μέδικος πήγε στο Μέζαπο το 1475. Στο Οίτυλο η Ανθή γέννησε τον Πιέρρο ή Πέτρο τον Νεώτερο, ο οποίος, εικάζεται, πήρε ως γυναίκα του την κόρη του Παλαιολόγου, γιατί αυτός φεύγοντας τους άφησε το παλάτι στην πλατεία του Οιτύλου, το αποκαλούμενο και ακατοίκητο σήμερα «Παλατάκι». Έκαμαν έξι παιδιά, (δηλ. αγόρια, για κορίτσια δεν γνωρίζω): Μιχελής, Ιωάννης ή Ραζέλος (το Ιωάννης ίσως είναι από τον παππού), Λουκάς ή Τσαχούτας, Κουρής, Γάιος ή Γάτος, και Σαλαμπάνος. Οι Κοντόσταβλοι βρήκαν κάποια αφορμή και κάλεσαν τον Πιέρρο σε μονομαχία. Ο υποτακτικός τής Ανθής ονόματι Μπαζίνας πριν τη μονομαχία κρύφτηκε σε θάμνους, πιθανόν με εντολή τής Ανθής, και σκότωσε τον Κοντόσταβλο με τόξο. Ο γιός της θύμωσε, έτσι η Ανθή από την μία τον έκαμε ψυχογιό, από την άλλη τον καταράστηκε να μην πληθαίνει το σπέρμα του πάνω από έναν απόγονο. Λένε πως έτσι είναι μέχρι σήμερα. Από τα έξι αυτά παιδιά και από τον Μπαζίνα, δημιουργήθηκαν επτά σόγια, ή «μπουλούκια» όπως λέγονται, και από τα οποία κατάγονται όλοι οι απανταχού Μέδικοι-Γιατριάνοι, με διάφορα επίθετα, από το όνομα τού πατέρα, με υποκοριστική μορφή, π.χ. Πιέρρος-Πιερρακέας, σύμφωνα με την Μανιάτικη, αλλά και αρχαιοελληνική συνήθεια. Η Ανθή (η Κυρούλα), άφησε Διαθήκη Ενότητας, όρισε να γιορτάζουν όλοι μαζί ενωμένοι στο Οίτυλο ανήμερα τα Χριστούγεννα και στο τέλος της γιορτής, γύρω στο ηλιοβασίλεμα, να εκφωνούν το Μυστικό στα ενήλικα εκ πατρός αρσενικά. Η γιορτή συνεχίζεται στο Οίτυλο από το 1550.
Οι δύο αυτές οικογένειες, Στεφανόπουλοι και Μέδικοι, κυριαρχούσαν επί μακρόν στη Μάνη. Ήλθαν όμως και τα στραβά. Το 1659 οι Μανιάτες, ύστερα από συνεννοήσεις με τους Ενετούς στην Κρήτη, άσκησαν πειρατικές εφόδους εναντίον Τούρκικων πλοίων προς ανακούφιση τής, υπό Ενετική επικυριαρχία, πολιορκούμενης από το 1645 Κρήτης. Σε αντάλλαγμα θα ελάμβαναν ενίσχυσή από τους Ενετούς στον αγώνα τους κατά των Τούρκων στην περιοχή της Μάνης. Πράγματι ο Ενετός ναύαρχος Μοροζίνι πήγε με μικρό στόλο στη Μάνη το 1663 και σε συνεργασία με αρκετές χιλιάδες Μανιατών κατέλαβαν την Καλαμάτα. Στη συνέχεια ο Μοροζίνι εγκατέλειψε τους Μανιάτες αποπλέοντας προς Κρήτη. Οι δύο πρωταγωνίστριες στην επιχείρηση οικογένειες (Στεφανόπουλοι-Μέδικοι), αισθανθείσες τον κίνδυνο, ήλθαν σε συνεννόηση με τον Μέδικο ηγεμόνα της Φλωρεντίας και αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Ιταλία. Όμως, γεγονότα που επακολούθησαν, ανέβαλαν την αναχώρηση. Ο μεγάλος βεζύρης Κιοπρουλού (Köprülü Fazıl Ahmed Paşa) αποφάσισε να ελέγξει τους Μανιάτες με διπλωματία ή με βία. Έστειλε στη Μάνη τον πειρατή Χασάν Μπαμπά με Τουρκικά πλοία και με την εντολή να θέσει όρους υποταγής ή να τους καταστρέψει. Ο Χασάν Μπαμπάς προσωρμίσθη στο Σκουτάρι και ζήτησε συνεννοήσεις. Εδώ εισέρχεται στη σκηνή ο Λιβέριος Γερακάρης της οικογενείας Κοσμάδων, αποκαλούμενος Λιμπεράκης. Κωπηλάτης από 15 ετών σε Ενετικά πλοία, ικανός πειρατής, φιλόδοξος, απρόβλεπτος και χωρίς ηθικούς φραγμούς, ανέλαβε τη διαμεσολάβηση, πλην όμως οι Μανιάτες δεν απεδέχθησαν τους όρους και με πολεμικές ενέργειες εξεδίωξαν τον Χασάν. Αυτός τότε κινήθηκε προς Κιτριές, οι Μανιάτες όμως τον παρακολούθησαν και με νυκτερινή επιχείρηση έκοψαν τα σχοινιά των πλοίων, λόγω δε σχετικής θαλασσοταραχής μερικά έπεσαν στα βράχια. Ο Χασάν Μπαμπά, ο τρομερός πειρατής, εγκατέλειψε κάθε περαιτέρω ενέργεια. Η επιτυχία αυτή τών Μανιατών αναπτέρωσε το ηθικό τους και επανέλαβαν τις παρενοχλήσεις των Τούρκικων πλοίων στην Κρήτη, μάλιστα μία νύκτα του 1667 πυρπόλησαν το πλοίο του ίδιου τού Κιοπρουλού και πήραν μερικά κανόνια. Ο μέγας βεζύρης, συνειδητοποίησε πως με τη βία δεν έχει αποτέλεσμα. Έθεσε τότε σε εφαρμογή το σχέδιο αυτοκυβέρνησης τών Μανιατών με προϋποθέσεις, το επάρατο μπεηλίκι. Δεν υπήρξε ανταπόκριση από τις δύο οικογένειες. Στράφηκε στο Λιμπεράκη, ο οποίος δέχθηκε. Γνωρίζοντας όμως πως ουδεμία είχε ελπίδα επιτυχίας χωρίς τη στήριξη μίας έστω εκ των δύο οικογενειών, ζήτησε σε γάμο τη Μαρία των Μεδίκων. Παρότι την είχε προηγουμένως ζητήσει ο Μιχαήλ Λεμιθάκις των Στεφανόπουλων-Κομνηνών, ο πατέράς της Γιακουμής την έταξε στο Λιμπεράκη. Η Μαρία μάλλον προτιμούσε τον Μιχάλη και έτσι κλέφτηκαν. Η βεντέτα μεταξύ των δύο οικογενειών κράτησε τρία έτη με ανυπολόγιστες συμφορές και για τις δύο. Ο Λιμπεράκης απέτυχε να πείσει τους Μανιάτες γιά τις καλές προθέσεις των Τούρκων, αντιθέτως προκάλεσε μίσος, έτσι αφού ορκίσθηκε εκδίκηση γιά την προσβολή, πούλησε τα υπάρχοντα του, αγόρασε πλοίο και ξανάρχισε την πειρατεία με μεγάλη επιτυχία, προσβάλλοντας ακόμη και Τουρκικά πλοία. Σε κάποια επιδρομή συνελήφθη από τον Τουρκικό στόλο και φυλακίσθηκε. Ζήτησε να δει τον Κιοπρουλού και παραπονέθηκε πως υποφέρει χάριν των συμφερόντων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία τον εγκατέλειψε. Ο μέγας βεζύρης τον αποφυλάκισε, τού έδωσε χρυσάφι και τον έστειλε στη Μάνη γιά να πείσει τους Μανιάτες να υπακούσουν.
(2ο από 2)
Στη Μάνη ο Λιμπεράκης επιδόθηκε σε επιδέξια προπαγάνδα περί κακών Ενετών και καλών Τούρκων, οι οποίοι με τον ίδιο ως μπέη θα έδιδαν προνόμια, και με το χρυσάφι που μοίρασε με απλοχεριά πέτυχε να ξεγελάσει πολλούς Μανιάτες και να κάμψει το ηθικό τους. Αλλά κι’ ο Κιοπρουλού με πράκτορες που έστειλε επηρέασε πολλούς, κυρίως τον κλήρο με υποσχέσεις γιά προνόμια κι’ ελευθερίες στην τέλεση της λειτουργίας. Το 1669 οι Τούρκοι πήραν την Κρήτη από τους Ενετούς. Τότε ο Κιουπρουλού έστειλε μπουγιουρντί στους Μανιάτες, ή υποτάσσονται με κάποια προνόμια ή τους αφανίζει. Συγχρόνως έπεμψε τον πασά Κεζέ Αλή να επισκευάσει και επανδρώσει τα φρούρια Ζαρνάτας, Πασαβά, Κελεφάς και Πόρτο Κάγιου. Η ενέργεια αυτή δεν είχε πολεμικό χαρακτήρα, ούτε μία τουφεκιά, στρατός δεν μπήκε στα χωριά, είπαν πως σκοπεύει στην ελευθερία του εμπορίου. Δεν υπήρξε αντίδραση. Ο Λυμπεράκης αυτοανακηρύχθηκε ηγεμών της Μάνης και επιτέλους βρήκε την ευκαιρία της εκδίκησης. Συνέλαβε 35 Οιτυλιώτες, οι περισσότεροι Στεφανόπουλοι, μεταξύ τους και ο αντεραστής του Μιχάλης, και δεμένους τους εκτέλεσε στη ρούγα του χωριού, αφού προηγουμένως προπηλάκισε τον Μιχάλη. Αυτός αντέδρασε λέγοντας πως οι άξιοι Μανιάτες δεν χτυπούν δεμένους. Δεν περιορίσθηκε στους Στεφανόπουλους, το μίσος του εκδηλώθηκε και κατά των Μεδίκων, γιά τους οποίους διέδιδε πως ετοίμαζαν εξεγέρσεις με Ενετική υποστήριξη. Αναγκάσθηκαν να δώσουν πέντε νέους ως ομήρους, τους οποίους οι Τούρκοι μετέφεραν στο Μυστρά και χάθηκαν τα ίχνη τους. Ο Λυμπεράκης είχε γίνει καταμίσητος. Οι δύο οικογένειες ένοιωθαν εγκλωβισμένες με την ανάσα τών Τούρκων στο κεφάλι τους από το κάστρο της Κελεφάς. Η μεταξύ τους βεντέτα είχε εξασθένηση τη δύναμη τους. Ο Τουρκικός έλεγχος από τα φρούρια δεν έδιδε περιθώρια επικοινωνίας έξω από τη Μάνη. Σκέπτονταν ξανά την μετανάστευση. Ήλθαν σε χωριστές συνεννοήσεις, οι Μέδικοι με τη Φλωρεντία, οι Στεφανόπουλοι με τη Γένοβα.
Στις αρχές του 1671 απέπλευσε από το Καραβοστάσι το μεγαλύτερο μέρος τών Μεδίκων, περίπου 1500 άτομα. Στη διαδρομή άφησαν μερικούς στην Κέρκυρα, όπου έχτισαν τον οικισμό Μιχαλάδες. Αποβιβάσθηκαν στο Λιβόρνο (δυτικά της Φλωρεντίας) και έλαβαν από τον Μέγα Δούκα των Μεδίκων μία περιοχή κοντά στη Βολτέρα (ΝΔ της Φλωρεντίας), όπου έχτισαν τα χωριά Κασσάπαλη (Cassápali) και Μπιμπόνα (Bimbona). Με τον καιρό ιταλοποιήθηκαν, έχασαν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, και το μόνο που έμεινε είναι η εκ παραδόσεως ανάμνηση περί της καταγωγής τους. Στο Οίτυλο υπάρχει αφήγηση πως, πολύ αργότερα, το επισκέφθηκαν κάποιοι από τους απογόνους. Ουδέν έτερον. Όσοι παρέμειναν στο Οίτυλο άλλαξαν το όνομα, από Μέδικοι έγιναν Γιατριάνοι (medico σημαίνει γιατρός).
Ο Λιμπεράκης αντιμέτωπος με την γενική περιφρόνηση και εγκαταλειμμένος από τους Τούρκους, απέπλευσε νύκτωρ από το το Καραβοστάσι, από σημείο που και σήμερα λέγεται Λιβέρα. Επιδόθηκε ξανά στην πειρατεία για δέκα περίπου χρόνια, χτυπώντας πάλι Τούρκους. Πάλι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, το φοβερό Μπάνιο. Ύστερα από λίγα χρόνια, το 1689, τον ανέσυραν, τον όρισαν (άτυπα) μπέη της Μάνης, τού έδωσαν σύζυγο την Αναστασία, μία ευγενή της Μολδαβίας, τού έδωσαν μερικές χιλιάδες στρατό, και χωρίς την Αναστασία τον έστειλαν στην Ελλάδα. Η πράξη αυτή συνιστούσε ένα από τα μέτρα που οι Τούρκοι έλαβαν μετά την εισβολή στην Πελοπόννησο του Ενετικού στόλου υπό τον Μοροζίνι το 1685. (Οι Οθωμανοί επιχείρησαν ανεπιτυχώς δύο φορές να καταλάβουν την Βιέννη, 1529 και 1683, στην προσπάθεια τους να διεισδύσουν στην κεντρική Ευρώπη. Το 1684 σχηματίσθηκε από Ευρωπαϊκές χώρες Ιερή Συμμαχία κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προ του αισθητού πλέον κινδύνου εξάπλωσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό η Βενετία κήρυξε τον έβδομο πόλεμο της κατά των Οθωμανών, 1684-1699, επικεντρώνοντας την κύρια ενέργεια της στην Πελοπόννησο). Στην Ελλάδα ο Λιμπεράκης ενώνεται το 1691 με το Σερασκέρη Μισιρλή Ζαδέ, προτρέπει τους Έλληνες να υποταγούν, ζητά από τους Μανιάτες, χωρίς ανταπόκριση, να τον αναγνωρίσουν ως μπέη υποσχόμενος προνόμια, με το σερασκέρη επιχειρούν να κατακτήσουν την Πελοπόννησο, σκοντάφτουν στην Κόρινθο, αποσύρονται στα Μέγαρα, επανέρχονται το επόμενο έτος και καταλαμβάνουν την Κόρινθο, πολιορκούν την Ακροκόρινθο, καίνε το Άργος, πολιορκούν το Ναύπλιο για λίγο και αποχωρούν από την Πελοπόννησο. Πάλι στα Μέγαρα. Συμμετέχει σε αποτυχημένη κατάληψη της Ναυπάκτου, αποτυγχάνει εισβολή στην Κόρινθο, πηγαίνει στο Καρπενήσι όπου συνάπτει γάμο με πολύφερνο νύφη, συναντιέται στο Βραχώρι με απεσταλμένο των Ενετών για τον στρατολογήσουν, δίδει πληροφορίες για τους Τούρκους αλλά συνεχίζει να είναι σύμμαχος τους. Στον Αχελώο χάνει μάχες, υφίσταται πανωλεθρία στα Σάλωνα, πηγαίνει στο Καρπενήσι καίγοντας στη διαδρομή τα χωριά χειρότερα κι’ από τους Τούρκους. Το 1695 εισβάλλει για τρίτη φορά στην Πελοπόννησο μαζί με Τούρκους, στην Κόρινθο νικά Ενετούς και Έλληνες, κυρίως Μανιάτες, φθάνει στην Τρίπολη, πυρπολεί την Καρύταινα, επιστρέφει και προσβάλλει το Άργος, αλλά απωθείται. Γιά κάποιο λόγο δεν βάδιζε προς Μάνη, ίσως αντελήφθη πως δεν είχε ελπίδα ούτε καν να φθάσει στη Μάνη. Οι Ενετοί τον προσεγγίζουν για δεύτερη φορά, τον πείθουν και τον φυγαδεύουν επειδή οι Τούρκοι τον υποψιάστηκαν, και του δίδουν τίτλους. Δύο έτη αργότερα συμμετέχει σε επιχείρηση κατά των Τούρκων στη Θήβα, στη συνέχεια πηγαίνει στην Ήπειρο και λεηλατεί την Άρτα. Οι κάτοικοι τής πόλης παραπονέθηκαν στον δόγη τής Βενετίας, ο οποίος δυσαρεστήθηκε. Κατά μία εκδοχή ο δόγης έχοντας υπόψη του και την εν γένει αναξιόπιστη συμπεριφορά του, διέταξε τη σύλληψη του, την αφαίρεση των αξιωμάτων του και τη φυλάκισή του στη Μπρέσια (Brescia, ανατολικά του Μιλάνου), όπου πέθανε το 1710 σε ηλικία 66 ετών. Κατ’ άλλη εκδοχή δεν υπήρξαν συνέπειες για την Άρτα, αλλά ο ίδιος διέκοψε τις πολεμικές επιχειρήσεις και πήγε γιά θεραπεία τής ποδάγρας του στην Ιταλία, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1698.…Θεός σχωρέστον,
Το φθινόπωρο του 1675 έφυγαν και οι Στεφανόπουλοι, από το Καραβοστάσι και αυτοί, με το γαλλικό πλοίο Σωτήρ, πάνω από 700 άτομα (ίσως 1500). Πήραν μαζί τους κι’ άλλους Μανιάτες. Επικεφαλής ο δέκατος πρωτόγερος Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος-Κομνηνός, μαζί με τον επίσκοπο Μαϊνης Παρθένιο Καλκανδή. Αφού έκαμαν στάσεις στην Κεφαλονιά, στη Μάλτα, και στη Μεσίνα της Σικελίας, έφθασαν στην Γένοβα. Στο ταξίδι πέθαναν γύρω στους εκατόν είκοσι. Υπάρχει σχετικό κείμενο γραμμένο από τον παπά Νικόλαο Στεφανόπουλο στο Αιάκειο, περίπου 65 χρόνια αργότερα. Αφού έμειναν στη Γένοβα τρεις μήνες, όπου οι Αρχές ιταλοποίησαν τα ονόματά τους, τους έστειλαν στην Κορσική, και τους έδωσαν τις περιοχές Παόμια (Paomia), Σαλόνια (Salogna) και Ρεβιούντα (Reviuda), 50 χμ. από το Αιάκειο. Εκεί έχτισαν τός έτους πέντε χωριά (Pancore, Corona, Rondolino, Salici, Monterosso). Λέγεται πως το όνομα Παόμια προέρχεται από το Παρόμοια ή Πανόμοια, επειδή η περιοχή έμοιαζε με το Οίτυλο. Η διαφορετική θρησκεία, το ντύσιμο, η γλώσσα, η καλύτερη γεωργία, το προβάδισμα πολιτισμού, προκάλεσαν φθόνο. Όταν η Κορσική επαναστάτησε κατά της Γένοβας το 1729, οι Μανιάτες δεν έλαβαν μέρος πιστοί στη συμφωνία με τη Γένοβα. Οι ντόπιοι βρήκαν αφορμή και άρχισαν παρενοχλήσεις, καταστροφές, δηώσεις. Η κατάσταση αγρίευε, ο κίνδυνος μεγάλωνε, άντεξαν δύο χρόνια. Το 1731, ύστερα από 55 χρόνια που βρίσκονταν εκεί, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα πάντα και να καταφύγουν στο Αιάκειο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της αποχώρησης: Ο αρχηγός Ιωάννης με 80 παλικάρια επιτηρούσαν την πορεία από γυναικόπαιδα και γέρους προς Αιάκειο. Πριν προλάβουν να φύγουν και αυτοί, κατέφθασε πλήθος οπλισμένων Κορσικανών και εσπευσμένα οι Μανιάτες οχυρώθηκαν στον εγκαταλειμμένο παραθαλάσσιο πύργο Ομίνια (Omigna), και από εκεί τους αντιμετώπισαν επί τρεις μέρες, μέχρι το Μεγάλο Σάββατο. Ξημερώνοντας Πάσχα, χωρίς τρόφιμα και με λίγα πολεμοφόδια, έκαμαν ηρωική έξοδο και καταδίωξαν τους Κορσικανούς, από τους οποίους πολλοί στον πανικό τους έπεσαν στη θάλασσα. Ο απολογισμός ήταν λίγοι τραυματίες Μανιάτες και δεκάδες νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες από τους αντίπαλους. Αφού σήκωσαν ανάσταση με τον παπά Νικόλα, πήραν τα λάφυρα (όπλα, τρόφιμα, άλογα, γιδοπρόβατα) και μπήκαν θριαμβευτές στο Αιάκειο υπό τις επευφημίες και τών ντόπιων. Όταν η Κορσική πουλήθηκε στη Γαλλία βρίσκονταν εκεί. Κάποιοι ανησύχησαν, από αυτούς άλλοι πήγαν στην Τοσκάνη και ενσωματώθηκαν, άλλοι στη Σαρδηνία και αφανίσθηκαν. Στο Αιάκειο έμειναν 43 χρόνια, μέχρι το 1774 που η Γαλλία τους παρεχώρησε περιοχή κοντά στο Αιάκειο ως αποζημίωση για την Παόμια και έχτισαν το Καρτζέζε (Cargese), δηλ. τις Καρυές. Αρκετοί παρέμειναν στο Αιάκειο, ένα μικρό τμήμα μετανάστευσε στην Αλγερία, που όμως έφυγε όταν ξέσπασε η Αλγερινή επανάσταση, και, άλλοι επέστρεψαν στην Κορσική, άλλοι πήγαν στη Γαλλία, όπου ακόμη υπάρχουν κάποιοι απόγονοί τους. Στο Καρτζέζε ζουν σήμερα περίπου 2.000. Την Δευτέρα του Πάσχα, γιορτάζουν τη νίκη τους στην Παόμια με λιτανεία και με τη σημαία των πρώτων αποίκων αναπεπταμένη. Ρίχνουν και ντουφεκιές στον αέρα, δημιουργείται ατμόσφαιρα και μαζεύεται πολύς κόσμος. Έχουν κρατήσει το ορθόδοξο τυπικό και τα λατρευτικά έθιμα, όμως είναι καθολικοί. Ουνίτες τους λένε οι ορθόδοξοι, Ελληνόρυθμους οι καθολικοί.
Ποία όμως σχέση έχουν οι Κομνηνοί-Στεφανόπουλοι με τους Βοναπάρτηδες; Η κύρια πηγή πληροφοριών, είναι το βιβλίο «Memoires de Madame la Duchesse d’Abrantès», «Απομνημονεύματα της Μαντάμ Δούκισσας ντ’ Αμπραντές». H δούκισσα ήταν κόρη της Πανώριας Στεφανόπουλου και λεγόταν Λάουρα. Γράφει πως από τις ακτές του Βοσπόρου, οι πρόγονοι της μητέρας της μετανάστευσαν στη μοναξιά του Ταϋγέτου, και τον Οκτώβριο του 1775, με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Κομνηνό, 10ο Πρωτόγερο της Μάνης, εγκατέλειψαν την υιοθετημένη πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν σε ξένη γη εξορίας, στα βουνά της Κορσικής, γιατί προτίμησαν την εξορία, από τη σκλαβιά στους Οθωμανούς. Αναφέρει τη διαδρομή Μάνη-Γένοβα-Παόμια, την πολεμική περιπέτεια, την προσωρινή διαμονή το Αιάκειο, και την τελική εγκατάσταση στο Καρτζέζε. Δίδει την δική της καταγωγή από τον Ιωάννη Κομνηνό, τον αρχηγό στη μάχη τής Παόμιας, ο οποίος είχε πέντε παιδιά. Ο πρώτος έγινε αρχιεπίσκοπος των Ελλήνων στη Ρώμη, αλλά πέθανε 26 ετών. Την αρχηγία ανέλαβε ο άλλος γιός ο Κωνσταντίνος, που έκαμε τρεις γιούς και μία κόρη, την Πανώρια, την μητέρα της Λάουρας. Αυτός πέρασε πίκρες στη ζωή του, αρρώστησε από κατάθλιψη, και ήθελε να διακοπεί η γενιά του. Έτσι έστειλε και τα 3 αγόρια να γίνουν κληρικοί, για να μην κάμουν παιδιά, διότι στους καθολικούς ιερείς δεν επιτρέπεται ο γάμος. Όταν ο δεύτερος γιός, ο Δημήτριος, κατάλαβε πως ο πατέρας του, ήταν άρρωστος, εγκατέλειψε την εκκλησία, και έτρεξε στην Κορσική, αλλά δεν τον πρόλαβε ζωντανό, πέθανε αρκετά νέος. Ο Δημήτριος ήταν τότε 16 ετών. Η Γαλλία είχε πάρει την περιουσία τους και είχε αφαιρέσει τα προνόμια που είχαν από τη Γένοβα. Ο Δημήτριος όταν ενηλικιώθηκε πήγε στο Παρίσι και ζήτησε από το βασιλιά δικαίωση. Η κυβέρνηση τον αποζημίωσε για την περιουσία και ο βασιλιάς πείσθηκε πως ήταν απόγονος του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, του Δαβίδ Κομνηνού, και του έδωσε έγγραφο τίτλο. Η μητέρα τής Λάουρας, η Πανώρια, ήταν στενή φίλη με την μητέρα του Ναπολέοντα, τη Λετίτσια, είχαν την ίδια περίπου ηλικία και ήταν και οι δύο πολύ όμορφες. Ο πατέρας της, ο γάλλος Περμόν (προμηθευτής του γαλλικού στρατού), πήγε στην Κορσική με τα Γαλλικά στρατεύματα και εκεί γνώρισε την Πανώρια. Όταν γεννήθηκε ο Ναπολέων, η Πανώρια τον κρατούσε συχνά στην αγκαλιά της και τον κουνούσε στην κούνια. Η Λάουρα δεν είχε γεννηθεί ακόμη, όμως ο Ναπολέων ήταν παιδικός φίλος με την αδελφή της, που πέθανε μικρή. Στο σπίτι των Βοναπάρτηδων η Πανώρια, και ο πατέρας τού Ναπολέοντα μιλούσαν συχνά Ελληνικά. Στην πόλη Μοντπελιέ (Montpellier) στη νότια Γαλλία, όπου έζησαν ένα διάστημα με τις δουλειές του πατέρα της, ο πατέρας τού Ναπολέοντα, που είχε πάει εκεί για λόγους υγείας, πέθανε στα χέρια της Πανώριας. Ο Ναπολέων ήταν τότε στη Σχολή στο Παρίσι. Κηδεμόνας του ανέλαβε ο Δημήτριος, ο αδελφός της Πανώριας, που βρισκόταν ήδη στο Παρίσι. Όταν πέθανε και ο πατέρας της Λάουρας, πήγαν με τη μητέρα της στο Παρίσι. Στο σπίτι τους σύχναζε ο νεαρός και πεινασμένος αξιωματικός Ναπολέων Βοναπάρτης. Τον κορόιδευε, γιατί τον εύρισκε ασουλούπωτο, φορούσε ψηλές και φαρδιές μπότες, και όπως ήταν μάλλον κοντός της φαινόταν σαν ένα κεφάλι να περπατάει πάνω σε δύο μπότες. Το σημαντικότερο τμήμα του βιβλίου σχετικά με τη Μάνη, είναι εκείνο που αναφέρεται στην έκ Κομνηνών Μανιάτικη καταγωγή του Ναπολέοντα. Μεταφράζω από το βιβλίο: «Όταν ο 10ος Πρωτόγερος της Μάνης Κων/νος Κομνηνός έφθασε στην Κορσική το 1676 ως επικεφαλής τής Ελληνικής αποικίας, είχε πολλούς γιούς. Ένας λεγόταν Καλόμερος. Τον έστειλε στη Φλωρεντία σε αποστολή στον Μέγα Δούκα της Τοσκάνης. Ο Κων/νος πέθανε και ο Μέγας Δούκας έπεισε τον νεαρό Έλληνα να εγκατασταθεί στην Τοσκάνη. Μετά από καιρό κάποιος με όνομα Καλόμερος ήλθε από την Τοσκάνη και εγκαταστάθηκε στην Κορσική. Οι απόγονοί του σχημάτισαν την οικογένεια των Βοναπάρτηδων, επειδή το Καλό-μέρος ιταλοποιήθηκε κατά λέξη στο Μπουόνα-πάρτε. Το μόνο ερώτημα που αναφύεται είναι αν ο Καλόμερος που έφυγε απ’ την Κορσική και ο Καλόμερος που ήλθε στην Κορσική, έχουν άμεση σχέση. Δύο γεγονότα πάντως είναι σίγουρα. Η αναχώρηση του ενός και η άφιξη του άλλου. Το όνομα Καλόμερος δεν θα μπορούσε να το έχει άλλος, εκτός από Έλληνα. Οι Κομνηνοί αναφερόμενοι στους Βοναπάρτηδες τους αποκαλούσαν Καλομεριάνους. Είχαν πολύ στενή σχέση». Αυτά και πολλά άλλα γράφει η Λάουρα, στο πάνω από 600 σελίδες βιβλίο της. Όταν ο Ναπολέων έγινε πρώτος ύπατος, την πάντρεψε με τον υπασπιστή του Ζυνό, που αργότερα τον έκαμε στρατηγό και δούκα d'Abrantès, λόγω της επιτυχούς έκβασης της εκστρατείας στην Πορτογαλία, που ήταν διοικητής, και μεταξύ άλλων κατέλαβε και την πόλη Αμπραντές, για την οποία υπήρχε ήδη Πορτογαλικός τίτλος δούκα. Ο γάμος δεν υπήρξε ευτυχής, η ζωηρή Λάουρα συνδέθηκε κατά καιρούς με διάφορους, μεταξύ αυτών ο Μέτερνιχ, πρεσβευτής τότε της Αυστρίας στο Παρίσι, επίσης ο συγγραφέας Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Ο άνδρας της αυτοκτόνησε. Ο Ναπολέων ενοχλημένος από τη διαγωγή της, την έδιωξε από το Παρίσι, αυτή όμως κατάφερε και γύρισε. Μετά την πτώση τού Ναπολέοντα, ο εραστής της Μπαλζάκ την ενθάρρυνε και την βοήθησε να γράψει το βιβλίο. Περιέχει ανακρίβειες, κουτσομπολιό, και κακία για τον Ναπολέοντα. Ο Γάλλος συγγραφέας Γκωτιέ (Gautier), ειρωνικά την ονόμαζε Αμπρακαντάντες (Abracadάntes).. Πέθανε φτωχή σε γηροκομείο, 54 ετών. Στον τάφο της διαβάζει κανείς: «Εδώ κείται Κομνηνού Δούκισσα ντ’ Αμπραντες». Ένας γάλλος καθηγητής, ονόματι Hanin, ο οποίος πριν από τη Γαλλική επανάσταση διετέλεσε πρεσβευτής στο Μόναχο, ασχολήθηκε με το γενεαλογικό δένδρο των Βοναπάρτηδων και βεβαίωνε πως η καταγωγή τους ήταν Ελληνική, από τους Κομνηνούς τής Κορσικής.
Αδιαμφισβήτητα πάντως ιστορικά γεγονότα είναι τα ακόλουθα: Κατά την πρώτη του εκστρατεία στην Ιταλία ο Ναπολέων το 1797 έστειλε από την Τεργέστη στον μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη, απαντητική επιστολή με τους συμπατριώτες του Kορσικανούς Δήμο & Νικόλαο Στεφανόπουλο, οι οποίοι όταν επέστρεψαν στο Παρίσι έγραψαν βιβλίο με τις εντυπώσεις τους από τη Μάνη. Γράφει ο Ναπολέων: «Ο Στρατηγός Διοικητής τού εν Ιταλία στρατού, Βοναπάρτης, προς τον αρχηγόν τού ελευθέρου λαού της Μάνης. Πολίτα, έλαβον εν Τεργέστη την επιστολήν σας, δι' ης μοί εκφράζετε την επιθυμίαν σας να φανήτε ωφέλιμος τη Γαλλική Δημοκρατία, δεχόμενοι εις τους λιμένας σας τα πλοία της. Πιστεύω ότι θέλετε τηρήσει την υπόσχεσίν σας, με πίστιν αρμόζουσαν εις τους απογόνους των Σπαρτιατών. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν θέλει φανή αχάριστος προς το έθνος σας. Σε ότι δε, αφορά εμέ, θέλω δεχθή ευμενώς πάντα βουλόμενον εξ υμών, να έλθη προς εμέ εκ μέρους σας, και ουδέν επιθυμητότερον, ει μη να υπάρχη συμφωνία, μεταξύ δύο εθνών αγαπώντων εξ ίσου την ελευθερίαν. Σας συνιστώ τους κομιστάς της παρούσης, οίτινες είναι επίσης απόγονοι των Σπαρτιατών. Εάν δεν εξετέλεσαν μεγάλα πράγματα, είναι ότι δεν ευρέθησαν εις μεγάλους κύκλους δράσεως. Υγεία και αδελφότης, Βοναπάρτης». Οι Μανιάτες έστειλαν ως δώρο ένα αγαλματίδιο της Ελευθερίας, που είχε βρεθεί στην Παλαιόπολη του Γυθείου, και κρατούσε δόρι στο δεξί, στεφάνι και πίνακα με νόμους στο αριστερό, και στο κάτω μέρος έγραφε «Νίκη ή Θάνατος». Ο Ναπολέων έστειλε στο Γύθειο ένα καράβι με πολεμοφόδια, όμως οι Τούρκοι το αντιλήφθηκαν, βομβάρδισαν το Γύθειο, και πήραν το φορτίο, 90 καντάρια πυρίτιδα, και 40 καντάρια βόμβες. Στη βιβλιοθήκη του Ναπολέοντα βρέθηκε φάκελος με το δένδρο καταγωγής τού Δημητρίου και με τα επίσημα στοιχεία αναγνώρισης εκ μέρους τού βασιλιά, δηλ. ο τίτλος του πρίγκιπα, το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ως έμβλημα τον Βυζαντινό δικέφαλο αετό με το στέμμα, και τον τίτλο μέλους επί τιμή της βασιλικής αυλής. Στη Σχολή Ευελπίδων ο Ναπολέων είχε γράψει μία εργασία με τίτλο, «Απομνημονεύματα, σχετικά με την εκπαίδευση των νεαρών Μανιατών» (Memoires sur l’education des jeunes Maniόtes). Είναι προφανές, πως νεαρός στο Αιάκειο, είχε εντυπωσιαστεί από τους Μανιάτες. Στην εκστρατεία της Αιγύπτου συμμετείχε στη στρατιά του και μία Ελληνική λεγεώνα με διοικητή κάποιον Τσεσμελή ή Παπάζογλου Νικόλαο, που αργότερα έγινε συντ/ρχης του Γαλλικού στρατού. Ο Κολοκοτρώνης είχε αποφασίσει να πάει στο Παρίσι και να συναντήσει τον Ναπολέοντα για βοήθεια, δεν πήγε όμως, είπε πως οι ξένοι μεγάλοι σε εκμεταλλεύονται, οι Έλληνες πρέπει να το πετύχουν μόνοι τους. Στην Ελληνική επανάσταση ήλθε εθελοντής και πέθανε ο Παύλος Βοναπάρτης (Paul Bonaparte), ανιψιός του Ναπολέοντα, από τον αδελφό του Λουκιανό. Ο Αλέξανδρος Σούτσος, στο ποίημα του, «Ο Περιπλανώμενος», γράφει:
Διετήρει αίματός του εις τα φλέβας του ρανίδα
Ο Κορσικανός, ο έχων τον Ταΰγετον Πατρίδα
Και εις μίαν μόνην ώραν
Την γην παίξας, την γήν χάσας
Εις του Βατερλώ την χώραν»!
Ο Ναπολέων ουδέποτε απεδέχθη την όποια καταγωγή. Ερωτηθείς κάποτε, είπε πως η γενιά του αρχίζει από τον ίδιο.
Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Πολύ ενδιαφέρον και τεκμηριωμένο το άρθρο σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή